05 ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 2493 της 31 Ιουλ./1 Αυγ. 1953

6. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 2493 της 31 Ιουλ./1 Αυγ. 1953

Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινών του Ποινικού Κώδικος, του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άλλων τινών Ποινικών διατάξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Τροποποίησις και συμπλήρωσις Ποινικών
Κωδίκων
Άρθρ.1.-7.(Τροποποιούνται τα άρθρ. 82, 94, 105, 181, 191, 308, και 381 του Ποινικού Κώδικος).
Άρθρ.8.-23.(Τροποποιούνται τα άρθρ. 111, 112, 114, 242, 275, 287, 308, 417, 432, 434, 485, 489, 501, 502, 525, 526, 379, 489, 550 και 562 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ειδικαί διατάξεις
Άρθρ.24.-Το β΄ εδάφιον της παραγρ. 2 του άρθρ. 122 του Ν.1165 «περί τελωνειακού Κώδικος», ως ισχύει μετά τον Α.Ν. 2081/1939, καταργείται, εφαρμοζομένων εν προκειμένω των γενικών διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας. (τόμ. 30 σελ. 180).
Άρθρ.25.-(Προστίθεται παράγραφος εις το άρθρ. 12 του Δ. 17/29 Σεπτλ. 1934, τ. 15 σ.38).
Άρθρ.26.-(Αντικαθίσταται φράσις εις παρ. 1 αρθρ. 29 Νόμ. 5060/1931, τόμ. 18Α σελ. 334).
Άρθρ.27.-(Αντικαθίστανται αι παρ. 1 και 8 άρθρ. 39 και προστίθεται παρ. 9 εις το αυτό άρθρον Α.Ν. 1092/1938, τόμ. 18 Α σελ. 299).

Σελ. 84, 02 (θ)
Τεύχος 1256 – Σελ. 108

Άρθρ.28.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 46 του αυτού Α.Ν. 1092/1938).
Άρθρ.29.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 48 του αυτού Α.Ν. 1092/38).
Άρθρ.30.-(Τροποποιηθέν δια του άρθρ. 5. Ν.Δ. 3824/1958, κατηργήθη δια του άρθρ. 100 Ν.Δ. 346/1969 και επανήχθη εν ισχύϊ δια του άρθρ. 2 Νόμ. 10/1975, τόμ. 18Α σελ. 318,05. Παρατίθεται εν τόμω 18Α σελ. 318,05).








7. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ 3555
της 27/28 Σεπτ. 1956
Περί τροποποιήσεως των περί μετατροπής ποινών και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 82 Ποιν. Νόμου).
Άρθρ.2.-1.(Κατηργήθη δια του άρθρ. 5 Ν.Δ. 790/1971, κατωτ. αριθ. 19).
2-3.(Προστίθεται παράγραφος εις το άρθρ. 489 του Κώδικος Ποιν. Δικ. και αντικαθίσταται το άρθρ. 88 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.3.-Εις τον Πρόεδρον, τα Μέλη, τον Εισηγητήν και Γραμματέα του κατά το άρθρ. 20 του Νόμ. 2229/1952 Συμβουλίου, ως και τον Γραμματέα της κατά το άρθρ. 24 του Νόμ. 2229/1952 Επιτροπής καταβάλλονται έξοδα κινήσεως καθοριζόμενα δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Άρθρ.4.-1-2.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 3 Νόμ. ΓπΝ/1911 και καταργείται η παρ. 6 άρθρ. 43 Νόμ. 4841/1930).
Άρθρ.5.-Όστις δημοσίως αφαιρεί, ή βλάπτει, ή περιυβρίζει και προς εκδήλωσιν μίσους ή περιφρονήσεως, ή χρησιμοποιεί εις εμπορικάς συναλλαγάς ή προς πορισμόν ατομικού οφέλους εν γένει το έμβλημα ή την σημαίαν του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, ή το έμβλημα του Συμβουλίου Ευρώπης, τιμωρείται δια ποινής φυλακίσεως ή δια χρηματικής ποινής.
Άρθρ.6-8.(Προστίθενται παράγραφοι εν τέλει του άρθρ. 2 Ν.Δ.3437/1955 και εδάφιον δεύτερον εις το άρθρ. 4 Νόμ.3312/1955 και παρ. 3 εις το άρθρ. 8 Α.Ν. 2724/1940.
Άρθρ.9.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 6 άρθρ. 1 Νόμ. 2793/1954).
2.Αι δια του άρθρ. 12 του Α.Ν. 2724/1940 «περί οργανώσεως και λειτουργίας Αναμορφωτικών Καταστημάτων Ανηλίκων» συσταθείσαι εν τη έδρα εκάστου Πρωτοδικείου Εταιρείαι Προστασίας Ανηλίκων, δύνανται, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης, να ενωθώσι εις Εθνικήν Ένωσιν, ης η διοίκησης και η λειτουργία ορίζονται δι’ ομοίας αποφάσεως.
Άρθρ.10.-1.Το άρθρ. 3 του Νόμ. 1547 της 3 Νοεμ. 1918 «περί συστάσεως Πρωτοδικείου εν Πειραιεί» καταργείται η δε δαπάνη της εν γένει στεγάσεως του Πρωτοδικείου και Εισαγγελίας Πειραιώς αναλαμβάνεται του λοιπού υπό του Δημοσίου.
2.Δια την εκπόνησιν των μελετών των τευχών ανεγέρσεως της Δικαστικής Φυλακής Αθηνών προσλαμβάνονται παρά τω Υπουργείω της Δικαιοσύνης (Διευθύνσει Τεχνικών Υπηρεσιών) δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών της Δικαιοσύνης και Οικονομικών εις αρχιτέκτων ή πολιτικός μηχανικός, διπλωματούχος από δεκαετίας τουλάχιστον των Ανωτάτων Σχολών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ή ισοτίμου Σχολής της αλλοδαπής. Ο πολιτικός μηχανικός δέον να έχη ασχοληθή ευδοκίμως εις οικοδομικάς στατικάς μελέτας.
Ούτος διορίζεται επί συμβάσει εξαμήνου διαρκείας, η δε μηνιαία αποζημίωσις αυτού καθορίζεται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Άρθρ.11.-(Προσωρινής ισχύος).
Άρθρ.12.-Επιτρέπεται η δια Β.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης τροποποίησις των ισχυουσών διατάξεων περί της εκδόσεως αντιγράφων ή αποσπασμάτων και πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου εις ας περιφερείας έχουν καταστραφή τα αρχεία αυτού.
Άρθρ.13.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

8. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 3655
της 17/19 Ιαν. 1957
Περί εξασφαλίσεως διεβαθμισμένων πληροφοριών ΝΑΤΟ.
(Παρατίθεται εν τόμ. 36Β σελ. 851).





























(Μετά τη σελ. 84, 02 (η) Σελ. 84, 021
Τεύχος 1211 – Σελ. 15
9. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 4000
της 23/31 Οκτ. 1959
Περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων και συμπληρώσεως του άρθρ. 6 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
(Καταργήθηκε από άρθρ. 12 Νόμ. 1366/83, τόμ. 6Α, σελ. 390,318).

10. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 4090
της 4/12 Αυγ. 1960 (ΦΕΚ Α΄ 125)
Περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Ποινικού Κώδικος του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άλλων ποινικών και σωφρονιστικών διατάξεων.
Άρθρ.1-8.-(Τροποποιούνται τα άρθρ. 87, 311, 327, 331, 344, 349, 350 και 351 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.9-24.(Τροποποιούνται τα άρθρ. 9, 11, 106, 114, 116, 117, 128, 285, 295, 308, 309, 417, 423, 424, 499, και 501 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας).
Άρθρ.25.-(Τροποποιούνται τα άρθρ. 14, 20 και 22 του Νόμ. 5026/1931, τόμ. 9 σελ. 142).
Άρθρ.26.-(Τροποποιείται το άρθρ. 4 του Νόμ. 3861/1929, τόμ. 9 σελ. 175).
Άρθρ.27.-(Αφορών τα αναμορφωτικά Καταστήματα παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 626,02).
Άρθρ.28.-(Αφορών το Προσωπικόν Φυλακών παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 596,05).
Άρθρ.29.-(Αφορών την εργασίαν των καταδίκων παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 526).
Άρθρ.30.-(Τροποποιείται το άρθρ. 25 του Νόμ. 2058/1952, τόμ. 8 σελ. 128,13).
Άρθρ.31.-(Αφορών το Προσωπικόν Φυλακών παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 596,05).
Άρθρ.32.-(Αφορών τον υπολογισμόν ημερών εργασίας καταδίκων παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 526).
Άρθρ.33.-(Αφορών τον Προσωπικόν Φυλακών παρατίθεται εν τόμ. 6Α σελ. 596,05).

11. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 388
της 3/20 Ιουν. 1961 (ΦΕΚ Α΄ 99)
Περί εκτελέσεως του άρθρ. 8 του Ν.Δ. 4000/1959 περί καταστολής αξιοποίνων τινων πράξεων κλπ.
Έχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις του άρθρ. 8 του Ν.Δ. 4000 της 23/31 Οκτ. 1959 «περί καταστολής αξιοποίνων τινων πράξεων κλπ.» προτάσει του Ημετέρου επί της Δικαιοσύνης Υπουργού και μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας υπ’ αριθ. 253 έτους 1961, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρ.1.-Οι δυνάμει των διατάξεων του Ν.Δ.4000 της 23/31 Οκτ. 1959 «περί καταστολής αξιοποίνων τινων πράξεων» καταδικαζόμενοι τελεσιδίκως εκτίουσι την επιβληθείσαν εις αυτούς ποινήν υποβαλλόμενοι εις ιδιαιτέραν σωφρονιστικήν μεταχείρισιν κατά τα κατωτέρω οριζόμενα.
α)Οι ηλικίας 18-21 έτους (συμπεπληρωμένου) εν τω αγροτικώ καταστήματι Κασσαβετείας.
β)Οι ηλικίας 22 ετών και άνω εν κεχωρισμένω τμήματι των Φυλακών Κασσάνδρας.
Άρθρ.2.-Οι κατά το προηγούμενον άρθρον κατάδικοι:
1.Αποτελούσιν ιδίαν ομάδα διαβιούντες άνευ ουδεμιάς επικοινωνίας μετά των άλλων κατηγοριών κρατουμένων, εφαρμοζομένου προγράμματος αυστηράς μεταχειρίσεως.
2.Στερούνται των επισκέψεων κατά τον πρώτον μήνα της κρατήσεως των.
Ακολούθως δύνανται να δέχωνται μίαν κατά δεκαπενθήμερον μετά συγγενών μέχρι τρίτου βαθμού. Επίσης δύνανται ν’ αλληλογραφώσι μόνον μετά προσώπου του αυτού βαθμού συγγενείας.
3.Δεν δύνανται κατά τον πρώτον μήνα της κρατήσεώς των να προμηθεύονται είδη τροφίμων προς βελτίωσιν του συσσιτίου αυτών, εκτός αν επιβάλλωσι τούτο λόγοι υγείας.
Άρθρ.3.-Το πρόγραμμα μεταχειρίσεως των περί ων πρόκειται καταδίκων καθορίζει ιδιαιτέρας ώρας πρωϊνής εγέρσεως και εσπερινής κατακλίσεως.
Ασκούνται υπό τας διαταγάς ειδικευμένου υπαλλήλου εις γυμναστικήν επί μίαν τουλάχιστον ώραν και υποχρεούνται εις εντατικήν εργασίαν διακοπτομένην δια το μεσηβρινόν συσσίτιον επί μία ώραν.
Εκπαιδεύονται κατά τας εσπερινάς διαθεσίμους ώρας εις μορφωτικά μαθήματα σκοπούντα εις την γραμματικήν εκπαίδευσιν των δεομένων τοιαύτης, εις την τεχνικήν αυτών κατάρτισιν και εις την ηθικήν και κοινωνικήν αυτών ανάπτυξιν.
Κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εξαιρεσίμους
ημέρας δια τους εκτίσαντας τρίμηνον εκ της
ποινής των, επιδείξαντας δε καλήν



(Αντί για τη σελ. 84,03) Σελ. 84,03(α)
Τεύχος Ε102-Σελ. 61
διαγωγήν και συμμόρφωσιν εις το πρόγραμμα οργανούνται αθλητικαί εκδηλώσεις.
Ο Διευθυντής και έτεροι υπάλληλοι οριζόμενοι υπό του Διευθυντού κατά τον χρόνον της εκπαιδεύσεως επικοινωνούσι κατ’ ιδίαν μετά των κρατουμένων προς νουθεσίαν.
Ο Ιερεύς μεριμνά ιδιαιτέρως δια την θρησκευτικήν αγωγήν, ασκών το μέγιστον της δυνατής επ’ αυτών επιδράσεως.
Άρθρ.4.-Οι επί τη βάσει των διατάξεων του αυτού ως άνω Ν.Δ. 4000/23/31 Οκτ. 1959 καταδικαζόμενοι τελεσιδίκως εις περιορισμόν εντός σωφρονιστικού καταστήματος (Ποινικόν περιορισμόν) έφηβοι ηλικίας 15-17 ετών εισάγονται εις ιδιαίτερον τμήμα του Αγροτικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Πτυχίας και υποβάλλονται εις εντατικήν αγωγήν και εκπαίδευσιν, γραμματικήν και τεχνικήν, ασχολούμενοι εις ιδίας κατά το δυνατόν εργασίας.





































Σελ. 84,04(α)
Τεύχος Ε102-Σελ. 62
12. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 4451
της 30/31 Δεκ. 1964 (ΦΕΚ Α΄ 258)
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της παρ. 5 του άρθρ. 118 του Ποινικού Κώδικος.
Άρθρον μόνον.-(Αντικαθίσταται η παρ. 5 άρθρ. 118 Ποιν. Κώδικος, ανωτ. σελ. 37).

13. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 230
της 23/28 Δεκ. 1967 (ΦΕΚ Α΄ 235)
Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικος, του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άλλων τινων Νόμων.
Άρθρ.1-4.(Αντικαθίστανται αι παρ. 1 και 2 άρθρ. 82, η παρ. 1 άρθρ. 191, η παρ. 1 άρθρ. 227 και το άρθρ. 358 του Ποινικού Κώδικος).
Άρθρ.5-6.(Αντικαθίστανται η παρ. 1 άρθρ. 11 και η παρ. 3 άρθρ. 215 του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9).
Άρθρ.7-8.(Προστίθεται άρθρ. 339 εις το Κεφ. Γ΄ του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας και τροποποιείται το πρώην άρθρ. 339, λαμβάνον τον αριθ. 339α).
Άρθρ.9-13.(Καταργείται η παρ. 3 άρθρ. 374 και αντικαθίστανται η παρ. 1 άρθρ. 476, η παρ. 1 άρθρ. 478, η παρ. 1 άρθρ. 482 και το άρθρ. 486 του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9).
Άρθρ.14.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 19 Ν.Δ. 743/1970, κατωτ. σελ. 106,21, ως τούτο αντικατεστάθη δια του άρθρ. 7 Ν.Δ. 1176/1972, κατωτ. σελ. 106,30).
Άρθρ.15.-1.Τα μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του Ποινικού Κώδικος εν τοις ειδικοίς Νόμοις προβλεπόμενα όρια ποινών εις χρήμα, ως επίσης και τα παρά των τακτών τοιούτων, καταργούνται, αντ’ αυτών δε εφαρμόζονται τα εν άρθρ. 57 παρ. 1 και 2 του Π.Κ. οριζόμενα.
2.Ειδικαί διατάξεις, προβλέπουσαι ποινάς εις χρήμα των οποίων το μέτρον ορίζεται δι’ αναφοράς εις ωρισμένην τινα αξίαν και ουχί δι’ αριθμητικού προσδιορισμού των ποσών των ποινών καταργούνται, εφαρμοζομένων αντ’ αυτών των διατάξεων του άρθρ. 57 παρ. 1 και 2 του Π.Κ.
3.Δεν θίγονται αι εις τους διατηρουμένους εν ισχύϊ δια του άρθρ. 471 Π.Κ. ειδικούς Νόμους απειλούμεναι ποιναί εις χρήμα: α)ΓΩΛΣΤ΄ του 1911 «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας», β)Ν.Δ. 136/1946 «περί αγορανομικού κώδικος», γ)4173/1929 «περί δασικού κώδικος» και προσέτι αι ποιναί εις χρήμα αι απειλούμεναι υπό του Νόμ. 1165 «περί τελωνειακού κώδικος» και των άρθρ. 1 και 2 του Α.Ν. 730/1945 «περί τιμωρίας των παραβάσεων των Νόμων περί προστασίας του εθνικού νομίσματος».
Άρθρ.16-18.(Αντικαθίστανται αι παρ. 2 και 3 άρθρ. 6, η παρ. 3 άρθρ. 85 και η παρ. 1 άρθρ. 88 Νόμ. 3641/1957, τόμ. 6 σελ. 294,05 επ.).
Άρθρ.19.-(Αντικαθίσταται η παρ. 4 άρθρ. 1 Νόμ. 3810/1957, τόμ. 6 σελ. 150).
Άρθρ.20.-1.Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος καταργειται.
2.Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

14. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 74
της 30/31 Δεκ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 311)
Περί καταστολής φθορών προκαλουσών το κοινόν αίσθημα.
Άρθρον μόνον.-(Προστίθεται άρθρ. 384α μετά το άρθρ. 384 του Ποιν. Κώδικος, ανωτ. σελ. 69).

15. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 364
της 29/29 Νοεμ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 249)
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρ. 270 και 272 του Ποινικού Κώδικος.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίστανται τα άρθρ. 270 και 272 Ποιν. Κώδικος, ανωτ. σελ. 56).
Άρθρ.2.-(Προστίθεται άρθρ. 272Α μετά το άρθρ. 272 Ποιν. Κώδικος, ανωτ. σελ. 56).
Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

16. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 366
της 29 Νοεμ./3 Δεκ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 253)
Περί στερήσεως συντάξεως, μερίσματος και λοιπών παροχών υπαλλήλων καταδικασθέντων δι’ εγκληματικάς πράξεις.
Άρθρ.1.-1.Υπάλληλος ή συνταξιούχος του Κράτους ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή Δημοσίας Επιχειρήσεως ή Επιχειρήσεως κοινής ωφελείας, καταδικασθείς αμετακλήτως δια τινα των εν άρθρ. 270 και 272 του Ποινικού Κώδικος, ως ταύτα ετροποποιήθησαν δια του υπ’ αριθ. 364/1969 Ν.Δ/τος «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρ. 270 και 272 του Ποινικού Κώδικος» προβλεπομένων πράξεων, στερείται αυτοδικαίως και του δικαιώματος συντάξεως, μερίσματος και πάσης άλλης παροχής, προβλεπομένης υπό της κειμένης νομοθεσίας.
2.Άμα τη τελεσιδικία της καταδικαστικής αποφάσεως, ο γραμματεύς του δικάσαντος δικαστηρίου αποστέλλει αμελλητί αντίγραφον αυτής εις την
υπηρεσίαν εις ην ανήκει ή ανήκεν
ο καταδικασθείς, ήτις και κοινοποιεί






(Αντί της σελ. 84,05) Σελ. 84,05(α)
Τεύχος 464-Σελ. 29
ταύτην εις το Δημόσιον Ταμείον και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, εις τα οποία είναι ησφαλισμένος ο καταδικασθείς.
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

17. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 372
της 5/11 Δεκ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 264)
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρ. 191 του Ποινικού Κώδικος ως τούτο ετροποποιήθη δια του άρθρ. 5 του Νόμ. 2493/1953 και του άρθρ. 2 του Α.Ν. 230/1967.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίστανται αι παρ. 1 και 2 άρθρ. 191 του Ποινικού Κώδικος, ανωτ. σελ. 47).
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

18. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 735
της 24/28 Νοεμ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 255)
Περί τροποποιήσεως του άρθρ. 8 του Ποινικού Κώδικος.
(Διορθ. Ημαρτ. ΦΕΚ Α΄ 259 της 3 Δεκ. 1970).
Άρθρ.1.-Αι διατάξεις του άρθρ. 8 του Ποινικού Κώδικος (Νόμ. 1492/1950) εφαρμόζονται ειδικώς επί ημεδαπών και επί των περιπτώσεων των προβλεπομένων υπό του άρθρ. 191 αυτού, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 372/1969 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρ. 191 του Ποινικού Κώδικος, ως τούτο ετροποποιήθη δια του άρθρ. 5 του Νόμ. 2493/1953 και του άρθρ. 2 του Α.Ν. 230/1967».
Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

19. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 790
της 31/31 Δεκ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 294)
Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικος και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 57 του Ποινικού Κώδικος).
Άρθρ.2.-1.Τα εν τω Ποινικώ Κώδικι και τοις ειδικοίς ποινικοίς νόμοις προβλεπόμενα όρια χρηματικών ποινών και προστίμων εις μεταλλικάς δραχμάς καταργούνται, αντ’ αυτών δε εφαρμόζονται τα υπό του άρθρ. 57 του Ποινικού Κώδικος, ως τούτο αντικαθίσταται δια του παρόντος, καθοριζόμενα τοιαύτα εις δραχμάς,

Σελ. 84,06(α)
Τεύχος 464-Σελ. 30

μειούμενα κατά το κατώτατον όριον μέχρι του ενός τρίτου, δια ειδικώς ητιολογημένης αποφάσεως του δικαστηρίου, εφ’ όσον, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, ο καταδικασθείς τυγχάνει άπορος, το δε έγκλημα δι’ ο κατεδικάσθη δεν επήγασεν εκ φιλοκερδείας.
2.Εκ της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου δεν θίγονται αι διατάξεις των ειδικών νόμων α)ΓΩΛΣΤ του 1911 «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας», β)1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», γ)710/1945 «περί διώξεως και τιμωρίας των παραβάσεων της περί προστασίας Εθνικού Νομίσματος νομοθεσίας και των αγορανομικών αδικημάτων», δ)Ν.Δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικος», δι’ ων καθορίζεται άλλως το ποσόν των ποινών εις χρήμα.
3.Τα εν τω Κώδικι Ποινικής Δικονομίας προβλεπόμενα όρια χρηματικών ποινών και προστίμων εις μεταλλικάς δραχμάς νοούνται εις δραχμάς ηυξημένας εις το διπλάσιον, κατά το ανώτατον και κατώτατον όριον αυτών.
4.Όπου εν τω Κωδίκι Ποινικής Δικονομίας ή εν ειδικοίς ποινικοίς νόμοις ο καθορισμός αρμοδιότητος δικαστηρίου ή η επαύξησις της απειλουμένης ποινής προσδιορίζεται εκ του εις μεταλλικάς δραχμάς ποσού της προσγενομένης ή όπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας ή του επιδιωχθέντος ή επιτευχθέντος οφέλους, τούτο νοείται εις δραχμάς, μειούμενον εις το ήμισυ, όπου δε το εκκλητόν των αποφάσεων προσδιορίζεται εκ του εις μεταλλικάς δραχμάς ποσού της επιβληθείσης ποινής ή της επιδικασθείσης αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, τούτο νοείται εις δραχμάς, μειούμενον εις το ήμισυ.
Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 82 του Ποινικού Κώδικος, ως τούτο, τροποποιηθέν δια των Ν.Δ. 2493/1953, 3555/1956, 3681/1957 και Α.Ν. 230/1967, ισχύει).
Άρθρ.4.-(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 585 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας).
Άρθρ.5.-Το άρθρ. 474 του Ποινικού Κώδικος και η παρ. 1 του άρθρ. 2 του Ν.Δ. 3555/1956 καταργούνται.
Άρθρ.6.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.






20. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1234
της 9/13 Σεπτ. 1972 (ΦΕΚ Α΄ 162)
Περί αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως των άρθρ. 235,236 και 263 του Ποινικού Κώδικος.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίστανται τα άρθρ. 235 και 236 του Ποιν. Κώδικος, ανωτ. σελ. 52).
Άρθρ.2.-(Προστίθεται άρθρ. 263α εις τον Ποιν. Κώδικα, ανωτ. σελ. 55).
Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

21. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 495
της 17/19 Ιουλ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 205)
Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικος, του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, ως και του άρθρ. 17 του Ν.Δ. 804/1971 «περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων».
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 74 του Ποινικού Κώδικος).
Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 94 του Ποιν. Κώδικος, ως συνεπληρώθη υπό του άρθρ. 2 του Ν.Δ. 2493/1953).
Άρθρ.3-7.-(Αντικαθίστανται τα άρθρ. 97, 123, 124, 127 και 251 του Ποινικού Κώδικος).
Άρθρ.8.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 314 του Ποιν. Κώδικος, ως συνεπληρώθη υπό του άρθρ. 6 στοιχ. γ΄ Α.Ν. 1623/1951).
Άρθρ.9.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 344 του Ποιν. Κώδικος, ως αντικατεστάθη υπό του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 4090/1960).
Άρθρ.10.-(Προστίθεται άρθρον υπ’ αριθ. 370Α΄ μετά το άρθρ. 370 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.11.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 394 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.12-38.-(Παρατίθενται εν τόμ. 9 σελ. 136,03).
Άρθρ.39.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 15 Ν.Δ. 8/1974, τόμ. 10Α σελ. 301. Δια του αυτού άρθρου ωρίσθη ότι η ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν.Δ. 495/1974 καθορισθήσεται δια Π.Δ/τος, εκδοθησομένου προτάσει του Υπουργού της Δικαιοσύνης).

22. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 410
της 10/10 Αυγ. 1976 (ΦΕΚ Α΄ 208)
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικος, του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 74 του Ποιν. Κώδικος, ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.2.-(Αντικαθίσται το άρθρ. 97 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.3.-(Τροποποιούνται τίτλος και αντικαθίσταται το άρθρ. 157 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.4.-(Προστίθεται άρθρ. 157Α εις τον Ποιν. Κώδικα).
Άρθρ.5.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 167 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.6.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 197 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.7.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 221 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.8.-(Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρ. 315 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.9.-(Προστίθεται άρθρ. 315Α εις τον Ποιν. Κώδικα).
Άρθρ.10.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 322 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.11.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 324 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.12.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 334 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.13.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 394 του Ποιν. Κώδικος).
Άρθρ.14-21.-(Παρατίθενται εν τόμ. 9 σελ. 136,05).
Άρθρ.22.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 16 Ν.Δ. 743/1970, τόμ. 34Β σελ. 844,07).
Άρθρ.23.-(Προστίθεται παρ. 3 εις το άρθρ. 1 Νόμ. 233/1975 τόμ. 1Α σελ. 236,04).
Άρθρ.24.-(Παρατίθεται εν τόμ. 9 σελ. 136,05)
Άρθρ.25.-(Προστίθεται παρ. 4 εις το άρθρ. 27 του Σωφρονιστικού Κώδικος, τόμ. 6Β σελ. 649).
Άρθρ.26.-(Καταργήθηκε από την περίπτ. ιβ΄ άρθρ. 113 Νόμ. 1756/24-26 Φεβρ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), τόμ. 6 σελ. 109).
Μεταβατική Διάταξις
Άρθρ.27.-Δικαστικαί αποφάσεις περί διακοπής της εκτελέσεως της ποινής λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας καταδίκου, εκδοθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, βάσει της παρ. 2 περίπτ. β΄ του άρθρ. 555, εν συνδιασμώ προς το άρθρ. 557 του Ποιν. Κώδικος, διατηρούνται εν ισχύϊ μέχρι της λήξεως του εν αυταίς ορισθένος χρόνου διακοπής.
Άρθρ.28.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.


(Αντί για τη σελ. 84,07(α) Σελ. 84,07(β)
Τεύχος 1-32 Σελ. 41
23. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1240
της 23/29 Μαρτ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 36)
Περί υφ’ όρον παρογραφής και παύσεως της διώξεως ωρισμένων αξιόποινων πράξεων και υφ’ όρον απολύσεως κρατουμένων.
Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης
Άρθρ.1.-1.Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 21 Δεκ. 1981, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 6: α)των πταισμάτων και β)υφ’ όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή ανώτερη των σαράντα χιλιάδων δραχμών, συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.
2.Παραγράφεται επίσης το αξιόποινο και παύει υφ’ όρον η δίωξη των αξιόποινων πράξεων που έχουν τελεσθεί δια του τύπου μέχρι 21 Δεκ. 1981 ανεξαρτήτως του ύψους της απειλουμένης ποινής. Στις περιπτώσεις αυτές εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο δια του τύπου αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε για την πράξη αυτή σε στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από τρεις μήνες συνεχίζεται κατ’ αυτού και η παυθείσα ποινική δίωξη.
3.Στις περιπτώσεις των παρ. 1 στοιχ. β΄ και παρ. 2 δεν υπολογίζεται στον, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξεως ο ενδιάμεσος χρόνος από της παύσεως της διώξεως αυτής μέχρι της αμετάκλητης καταδίκης για τη νέα πράξη.
4.Οι δικογραφίες που αφορούν τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους εγκλήματα τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημοσίου κατήγορου. Για την τύχη των πειστηρίων, επί μεν πλημμελημάτων αποφαίνεται αμετάκλητα το συμβούλιο πλημμελειοδικών, επί πταισμάτων δε ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
5.Οι, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, συνέπειες των πράξεων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 δεν θίγονται από την προβλεπόμενη παραγραφή και παύση της δίωξής τους.
6.Της κατά την παρ. 1 παύσεως της ποινικής δίωξης εξαιρούνται οι παραβάσεις: α)του Ν.Δ. 3424/1955 «περί αγοραστών των αγροτικών προϊόντων», ως τούτο ισχύει, β)του άρθρ. 358 του Ποινικού Κώδικα γ)του Νόμ. 690/1945 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν. 28/1944 «περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων», δ)του άρθρ. 377 του Ποινικού Κώδικα δια τας περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, ε)των άρθρ. 1, 9 και 16 του Νόμ. 2387/1920 ως ετροποποιήθη μεταγενέστερα, περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και στ)του Α.Ν. 86/1967,
για τις οποίες ισχύει η ρύθμιση του άρθρ. 3 του νόμου «περί διακανονισμού εξοφλήσεως οφειλών από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητας Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών».
7.Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη του αδικήματος της λιποταξίας, εφ’ όσον ήταν αποτέλεσμα αντιθέσεως προς το πραξικόπημα της 21ης Απρ. 1967.
Μη εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων
λόγω υφ’ όρον παραγραφής καταγνωθεισών ποινών
Άρθρ.2.-1.Επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι της δημοσίευσης του παρόντος, που αφορούν πράξεις αναφερόμενες στις παρ. 1 και 2 του άρθρ. 1, αλλά τελεσθείσες μέχρι 21 Δεκ. 1981, εφ’ όσον δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι της δημοσιεύσεως του νόμου τούτου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρον ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δεκαοχτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξη μηνών. Επιβληθείσες παρεπόμενες ποινές στέρησης της ατέλειας δημοσιογραφικού χάρτου για αξιόποινες πράξεις δια του τύπου τελεσθείσες παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τους αμέσως ανωτέρω όρους. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και την μη εκτιθείσαν, μη υπολογιζομένου στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσης ποινής, κατά τις γενικές διατάξεις, του ενδιάμεσου χρονικού διαστήματος από της δημοσιεύσεως του νόμου τούτου μέχρι της καταδίκης για τη νέα πράξη.
2.Αι μη εκτελεσθείσαι, κατά την παρ. 1, αποφάσεις τίθενται στο αρχείο δια πράξεως του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου, κατά περίπτωσιν.
3.Επί συρρεόντων εγκλημάτων για την εφαρμογή της παρ. 1 λαμβάνεται υπ’ όψη η ποινή που επιβλήθηκε για καθένα απ’ αυτά, έστω και αν η συνολική ποινή που επιβλήθηκε μετά από συνεπιμέτρηση ή επαύξηση είναι κατώτερη του έτους.
4.Σε περίπτωση επιμετρήσεως ή συνεπιμετρήσεως ποινών στερητικών της ελευθερίας επιβληθεισών ή επιβαλλομένων δια μιας ή περισσότερων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, η τυχόν καθοριζομένη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος, ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εφ’ όσον η ποινή-βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής-βάσης.




(Μετά τη σελ. 84,08(α) Σελ. 84,09
Τεύχος 775-Σελ. 1
Υφ’ όρον απόλυση κρατουμένων
΄Άρθρ.3.-1.Κρατούμενοι που εκτίουν κατά τη δημοσίευση του νόμου τούτου ποινή στερητική της ελευθερίας, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 4, απολύονται υφ’ όρον και άνευ συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρ. 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις:
α)Οι εκτίοντες ποινή που παραγράφεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 2 του νόμου τούτου.
β)Οι εκτίοντες ποινή φυλακίσεως, εφ’ όσον έχουν εκτίσει το ήμισυ της ποινής τους.
γ)Οι εκτίοντες ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών, εφ’ όσον έχουν εκτίσει τα τρία τέταρτα της ποινής τους.
δ)Οι εκτίοντες ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα πέντε ετών, εφ’ όσον έχουν εκτίσει τα τέσσερα πέμπτα της ποινής τους.
2.Οι κρατούμενοι πού έχουν εκτίσει κατά την δημοσίευση του νόμου τούτου τον χρόνο της ποινής τους που προβλέπεται στην προηγουμένη παράγραφο απολύονται, υφ’ όρον, των φυλακών με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
3.Εκείνοι που θα τύχουν της υφ’ όρον απολύσεως, εάν υποπέσουν μέσα σε μία διετία από τη δημοσίευσή του νόμου τούτου σε νέο από δόλο προερχόμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξη μηνών, εκτίουν αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής, ως πρόσθετη κύρωση και τον χρόνο για τον οποίο έτυχαν υφ’ όρον απολύσεως.
4.Εξαιρούνται της υφ’ όρον απολύσεως σύμφωνα με την παρ. 1 οι κρατούμενοι που εκτίουν ποινές για παράβαση:
α)των νόμων περί προστασίας του εθνικού νομίσματος, β)του άρθρ. 191 του Ποινικού Κώδικα, ως τούτο ισχύει, εξαιρέσει των εγκλημάτων δια του τύπου, γ)των νόμων περί ναρκωτικών, δ)των νόμων περί διώξεως της ληστείας και εκβιάσεως εις βαθμόν κακουργήματος, ε)των διατάξεων περί τιμωρίας της κλοπής, ζωοκλοπής, απάτης και πλαστογραφίας, στ)του Ν.Δ. 3424/1955 «περί αγοραστών των αγροτικών προϊόντων», ως τούτο ισχύει, ζ)του άρθρ. 358 του Ποινικού Κώδικα, η)του Νόμ. 690/1945 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν. 28/1944 «περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων», θ)του άρθρ. 79 του Νόμ. 5960/1933 «περί επιταγής», ως τούτο αντικατεστάθη υπό του Ν.Δ. 1325/1972, ι)των διατάξεων περί βιασμού και ια)των διατάξεων του Α.Ν. 86/1967. Για τους κρατούμενους της κατηγορίας αυτής ισχύουν οι διατάξεις του άρθρ. 3 του νόμου «περί διακανονισμού εξοφλήσεως οφειλών από καθυστερούμενες εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητας Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών».

Σελ. 84,10
Τεύχος 775-Σελ. 2

Ομοίως εξαιρούνται της υφ’ όρον απολύσεως και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Συνεταιρισμών ή Συνεταιριστικών Οργανώσεων, εφ’ όσον έχουν καταδικαστεί για αδικήματα που έχουν σχέση με την υπηρεσία τους.
Άρθρ.4.-1.Η κατά το προηγούμενο άρθρο απόλυση ανακοινούται υποχρεωτικά αμέσως υπό των αρμόδιων εισαγγελέων και διευθυνόντων τις φυλακές στις αρμόδιες υπηρεσίες στις οποίες τηρείται το ποινικό μητρώο των απολυομένων, για την αναγραφή της μεταβολής στα οικεία ατομικά δελτία.
2.Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης θα ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 1 του νόμου τούτου.
3.Κάθε αμφισβήτηση στην εφαρμογή του νόμου τούτου λύνεται από το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών του τόπου της συλλήψεως ή κρατήσεως του κρατούμενου.
Άρθρ.5.-Οι εμπίπτοντες στις διατάξεις του άρθρ. 3 του νόμου τούτου δεν υπόκεινται σε προσωπική κράτηση για την είσπραξη προστίμων, χρηματικών ποινών, δικαστικών εξόδων και τελών που έχουν επιβληθεί με τις αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις. Αξιώσεις του Δημοσίου για επιβληθέντα δικαστικά έξοδα και τέλη, δεν παραγράφονται και εισπράττονται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.
Άρθρ.6.-Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται για αδικήματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα α)με την κατάλυση των λαϊκών ελευθεριών στο χρονικό διάστημα από 21 Απρ. 1967 ως 24 Ιουλ. 1974, β)με το πραξικόπημα στην Κύπρο και γ)με την απόπειρα κατάλυσης των λαϊκών ελευθεριών που αποκαλύφθηκε το Φεβρουάριο 1975.
Άρθρ.7.-(Προστίθεται παρ. 3 στο άρθρ. 291 Κ.Π.Δ. (τόμ. 9 σελ. 74).
Άρθρ.8.-Η ισχύς του νόμου τούτου αρχίζει από την ημέρα που θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.






24. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1272
της 10/20 Αυγ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 97)
Για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 266 του Ποινικού Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 324 του Π.Κ.).
Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 327 του Π.Κ.).
Άρθρ.4.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 333 του Π.Κ.).
Άρθρ.5.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 339 του Π.Κ.).
Άρθρ.6.-1.(Καταργείται το άρθρ. 357 του Π.Κ.).
2-3.(Παρατίθενται στον τόμ. 9 σελ. 136,09).
Άρθρ.7.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 111 Κ. Ποιν. Δικ., τόμ. 9, σελ. 40).
Μεταβατικές διατάξεις
Άρθρ.8.-(Παρατίθεται στον τόμ. 9, σελ. 136,09).
Άρθρ.9.-Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

25. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1419
της 8/14 Μαρτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 28)
(Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 97/28.6.84)
Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις.
Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 82 του Ποινικού Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 88 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 89 του Π.Κ., ανωτ αριθ. 3).
Άρθρ.4.-(Τροποποιείται το άρθρ. 93 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.5.-Το προβλεπόμενο στο άρθρ. 99 του Ποινικού Κώδικα χρονικό όριο του ενός έτους αυξάνεται σε δεκαοχτώ μήνες.
Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που αποκλείουν την υφ’ όρον αναστολή της ποινής, καταργούνται.
Άρθρ.6.-Οι διατάξεις των άρθρ. 82 και 88 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρ. 1 και 2 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται και για τα αδικήματα που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους. Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλιώς την έννοιας της υποτροπής καταργούνται, με την επιφύλαξη του άρθρ. 82 παρ. 7 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρ.7.-1.Ποινές φυλάκισης μέχρι ενός έτους που έχουν επιβληθεί και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές λόγω νομοθετικής απαγόρευσης μετατροπής τους καθώς και ποινές φυλάκισης 12 έως 18 μηνών μπορούν να μετατραπούν κατά τις διατάξεις του άρθρ. 82 Π.Κ. σε χρηματικές με απόφαση του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, μετά από αίτηση των καταδικασμένων που υποβάλλεται στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου, ο οποίος υποχρεούται να την εισαγάγει το ταχύτερο στο δικαστήριο.
2.Ο αιτών, εάν κρατείται, κλητεύεται στο ακροατήριο κατά τη διαδικασία του άρθρ. 551 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μπορεί όμως κατά την υποβολή της αίτησης να παραιτηθεί από την κλήτευση. Κατά την υποβολή και την εκδίκαση της αίτησης μπορεί σε κάθε περίπτωση να αντιπροσωπευθεί από το συνήγορό του, ο οποίος διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το διευθυντή της φυλακής, εάν κρατείται.
Άρθρ.8.-(Αντικαθίσταται ο τίτλος του Κεφ. ΙΘ΄ του Ποινικού Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.9.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 336 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.10.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 337 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
2.Από τη διάταξη του άρθρ. 340 Π.Κ. απαλείφεται ο αριθ. 337.
Άρθρ.11.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 344 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.12.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 345 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.13.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 353 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.14.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 330 του Κωδ. Ποιν. Δικον., τομ. 9 σελ. 23).
Άρθρ.15.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 302 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.16.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 314 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.17.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 315Α του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.18.-(Προστίθεται άρθρ. 308Α στον Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.19.-(Προστίθεται άρθρ. 361Α στον Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.20.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 374Α του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.21.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 382 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).

(Αντί για τη σελ. 84,11(α) Σελ. 84,11(β)
Τεύχος Ζ32-Σελ. 63
Άρθρ.22.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 383 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.23.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 374 του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.24.-Όπου στο Νόμ. 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» (κατ. σελ. 112,01) αναφέρεται η φυλετική ή εθνική καταγωγή, προστίθεται και η περίπτωση «ή του θρησκεύματος».
Άρθρ.25.-(Προστίθεται παρ. δ στο άρθρ. 21 Νόμ. 663/1977, τόμ. 9 σελ. 136,05).
Άρθρ.26.-(Προστίθεται εδάφιο στην παρ. 6 άρθρ. 497 Κ. Ποιν. Δικ., τομ. 9 σελ. 23).
Άρθρ.27.-(Παρατίθεται στον τόμ. 9, σελ. 136,09).
Άρθρ.28-31.(Παρατίθενται στο τόμ. 6 σελ. 224,36).
Άρθρ.32.-(Καταργείται το άρθρ. 3 Νόμ. 692/1977, τόμ. 6 σελ. 38,05 και αντ’ αυτού προστίθεται παρ. 2 στο άρθρ. 60 Π.Δ. 602/1977, τομ. 6 σελ. 33).
Άρθρ.33.(Προστίθεται παρ. 15 στο άρθρ. 1 Νόμ. 1157/1981, τομ. 2Α σελ. 316,837).
Άρθρ.34.-(Αντικαθίσταται η παρ. 4 άρθρ. 7 Νόμ. 294/1976 τομ. 6 σελ. 208, 25).
Άρθρ.35.-Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

26. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1500
της 21/28 Νοεμ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 191)
Ποινικός κολασμός των βασανιστηρίων
Άρθρ.1-4.(Προστίθενται αντίστοιχα τα άρθρ. 137Α-137Δ στο Α΄ Κεφ. του Ειδικού μέρους του Π.Κ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.5.-(Προστίθεται φράση στο τέλος του εδαφ. α άρθρ. 239 Ποιν. Κώδ., ανωτ. αριθ. 3).
Άρθρ.6.- Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.









Σελ. 84,12(β)
Τεύχος Ζ32-Σελ. 64
27. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 283
της 23/31 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Α΄ 106)
«Ποινικός Κώδικας».
(Διόρθ. Σφάλμ. στα ΦΕΚ Α΄ 9/7 Φεβρ. 1986 και ΦΕΚ Α΄ 82/20 Ιουν. 1986).
Με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρ. 36 του Νόμ. 1406 της 14/14 Δεκ. 1983 (ΦΕΚ Α΄ 182), (τόμ. ΙΑ σελ. 208,211), ορίστηκε ότι, σε περίπτωση νοηματικής διαφοράς επικρατεί το αρχικό κείμενο του νόμου (του Ποιν. Κώδικας), που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα.
Έχοντας υπόψη:
Τις διατάξεις του άρθρ. 36 παρ. 2 εδ. γ και 3 του ν. 1406/83 (ΦΕΚ 182 Α΄), με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης αποφασίζουμε:
Άρθρο μόνο:
Το κείμενο του Ποινικού Κώδικα, όπως ήδη ισχύει και μεταγλωττίστηκε στη δημοτική από την επιτροπή του άρθρου 36 παρ. 1 του ν. 1406/83, έχει ως εξής:
ΝΟΜΟΣ 1492
της 17/7 Αυγούστου 1950
«ΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ»
Άρθρο μόνο: Κυρώνεται ο Ποινικός Κώδικας που καταρτίστηκε από την Επιτροπή του Ν.Δ. 222 του 1947 και είναι ο εξής:
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ποινικός νόμος.
1.Χρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων.
Άρθρο 1.
Καμιά ποινή χωρίς νόμο.
Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους.
Άρθρο 2.
Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου.
1.Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.
2.Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.
Άρθρο 3.
Νόμοι με προσωρινή ισχύ.
Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της παραγρ. 1 του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 4.
Επιβολή μέτρων ασφάλειας.
1.Τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπονται στα άρθρα 69, 71, 72, 73, 74 και 76 επιβάλλονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά την εκδίκαση της πράξης.
2.Στην περίπτωση της παραγρ. 2 του άρθρου 2 το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αποφασίζει με πρόταση του εισαγγελέα του αν θα διατηρηθούν ή όχι τα μέτρα ασφάλειας που είχαν επιβληθεί.
ΙΙ.Τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων.
Άρθρο 5.
Εγκλήματα που τελέστηκαν στην ημεδαπή.
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς.
2.Πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε και αν βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο.
Άρθρο 6
Εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή.
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκαν σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.
2.Η ποινική δίωξη ασκείται και εναντίον αλλοδαπού ο οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν ημεδαπός. Επίσης ασκείται και εναντίον εκείνου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια μετά την τέλεση της πράξης.
3.Στα πλημμελήματα, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγρ. 1 και 2, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα.
4.Τα πταίσματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που ειδικά ορίζει ο νόμος.


(Αντί για τη σελ. 84,13(δ) Σελ. 84,13(ε)
Τεύχος 1398 Σελ. 25

Άρθρο 7.
Εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή.
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή και που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα, αν η πράξη αυτή στρέφεται εναντίον Έλληνα πολίτη και αν είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.
2.Οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ εφαρμογή.
Άρθρο 8.
Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται
πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους.
Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή: «α) εσχάτη προδοσία, προδοσία της χώρας που στρέφεται κατά του Ελληνικού Κράτους και τρομοκρατικές πράξεις (άρθρ.187Α)».β)εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης (ειδικό μέρος, Κεφ. Η΄). γ)αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους. δ)πράξη εναντίον Έλληνα υπαλλήλου κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή σχετικά με την υπηρεσία του. ε)ψευδορκία σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές. στ)πειρατεία. ζ)εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα (ειδικό μέρος, Κεφ. Θ΄)."η) πράξη δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής".. θ)παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων. ι)παράνομη κυκλοφορία και εμπόριο άσεμνων δημοσιευμάτων. ιε)κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.
Το μέσα σε «» στοιχ.η αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002 (ΦΕΚ Α΄248),κατωτ.αριθ.43.
Η μέσα σε «» περίπτ.α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127), τόμ.9 σελ.160,61



Σελ. 84,14(ε)
Τεύχος 1398 Σελ. 26
Άρθρο 9.
Ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν
στην αλλοδαπή.
1.Η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται: α)αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. β)αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί ή η ποινή που επιβλήθηκε έχει παραγραφεί ή έχει χαριστεί. γ)αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, χρειάζεται έγκληση για τη δίωξη της πράξης και τέτοια έγκληση είτε δεν υποβλήθηκε είτε ανακλήθηκε.
2.Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8.
Άρθρο 10.
Υπολογισμός ποινών που εκτιμήθηκαν στην
αλλοδαπή.
Η ποινή που εκτίθηκε ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, αν επακολουθήσει καταδίκη στην ημεδαπή για την ίδια πράξη, αφαιρείται από την ποινή που επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια.
Άρθρο 11.
Αναγνώριση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων.
1.Αν Έλληνας καταδικαστεί στην αλλοδαπή για πράξη που, σύμφωνα με τις διατάξεις των ημεδαπών νόμων, συνεπάγεται παρεπόμενες ποινές, το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών μπορεί να επιβάλει τις ποινές αυτές.
2.Το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών μπορεί επίσης να επιβάλει τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπουν οι ελληνικοί νόμοι σε όποιον καταδικάστηκε ή αθωώθηκε στην αλλοδαπή.
ΙΙΙ.Σχέση του Κώδικα με ειδικούς νόμους
και επεξήγηση όρων του.
Άρθρο 12.
Ειδικοί ποινικοί νόμοι.
Οι διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους.
Άρθρο 13.
Έννοια όρων του Κώδικα.
Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:
α)υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου.
β)οικείοι είναι οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαιτίου και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή επιμέλεια του υπαιτίου.
γ)έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός.
«Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ’ όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία».
Το άνω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από το άρθρ. 2 του Νόμ. 1805/26-31 Αυγ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 199), τόμ. 9 σελ. 202,07.
δ)σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα.
ε)στρατός είναι ο στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα.
«στ)Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη».
Το εδάφ. στ΄ προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«ζ.Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης στον οποίο από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον».
Το εδάφ. ζ΄, προστέθηκε από την παρ. 1 του άρθρ. 2, του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η αξιόποινη πράξη.
Ι.Γενικές διατάξεις.
Άρθρο 14.
Έννοια της αξιόποινης πράξης.
1.Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
2.Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.
Άρθρο 15.
Έγκλημα που τελείται με παράλειψη.
Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόσκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
Άρθρο 16.
Τόπος τέλεσης της πράξης.
Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Άρθρο 17.
Χρόνος τέλεσης της πράξης.
Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, «εκτός αν ορίζεται άλλως».
Οι μέσα σε « » λέξεις προστέθηκαν από το εδάφ. β΄, της παρ. 5 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).


(Αντί για τη σελ. 84,141) Σελ. 84,141(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 49
Άρθρο 18.
Διαίρεση των αξιόποινων πράξεων.
Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης είναι κακούργημα. "Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα."Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.
Το μέσα σε «» εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.2 Νόμ.3189/2003(ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45
Άρθρο 19.
Ποινικός χαρακτήρας πράξεων που εκδικάστηκαν.
Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι’ αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38.
ΙΙ.Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης
Άρθρο 20.
Λόγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης.
Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 21, 22, 25, 304 παρ. 4 και 5, 308 παρ. 2, 367, 371 παρ. 4), ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.
Άρθρο 21.
Προσταγή.
Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Στην περίπτωση αυτήν ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε την προσταγή.





Σελ. 84,142(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 50
Άρθρο 22.
Άμυνα.
1.Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.
2.Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.
3.Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.
Άρθρο 23.
Υπέρβαση της άμυνας.
Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.
Άρθρο 24.
Υπαίτια κατάσταση άμυνας.
Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας.
Άρθρο 25.
Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο.
1.Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.
2.Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
3.Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.
ΙΙΙ.Ο καταλογισμός της πράξης
Άρθρο 26.
Υπαιτιότητα.
1.Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια.
2.Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο.
Άρθρο 27.
Δόλος.
1.Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.
2.Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Και όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα.
Άρθρο 28.
Αμέλεια.
Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν.
Άρθρο 29.
Ευθύνη από το αποτέλεσμα.
Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη.
Άρθρο 30
Πραγματική πλάνη.
1.Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια.
2.Επίσης δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε.
Άρθρο 31.
Νομική πλάνη.
1.Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.
2.Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή.
Άρθρο 32.
Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό.
1.Δεν καταλογίζεται στο δράστη η πράξη που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ιδίου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος, ή αδελφού ή συζύγου του αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλον από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με τη βλάβη που απειλήθηκε.
2.Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 25 εφαρμόζονται και εδώ.
Άρθρο 33.
Κωφάλαλοι εγκληματίες.
1.Η πράξη που τέλεσε κωφάλαλος δεν του καταλογίζεται, αν κριθεί ότι δεν είχε την απαιτούμενη πνευματική ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
2.Αν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, ο κωφάλαλος τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή (άρθρο 83).
Άρθρο 34.
Διατάραξη των πνευματικών λειτουργών ή της
συνείδησης.
Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
Άρθρο 35.
Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης.
1.Πράξη που κάποιος αποφάσισε σε κανονική ψυχική κατάσταση, αλλά που για την τέλεση της έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης του καταλογίζεται σαν να την τέλεσε με δόλο.

(Αντί για τη σελ. 84,15) Σελ. 84,15(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 51

2.Αν η πράξη που τέλεσε σε τέτοια κατάσταση είναι άλλη από εκείνη που είχε αποφασίσει, ο υπαίτιος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
3.Πράξη που ο υπαίτιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέχεται να τελέσει, αν οδηγηθεί σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησης, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε από αμέλεια.
IV.Εγκληματίες ελαττωμένης ικανότητος
προς καταλογισμό
Άρθρο 36.
Ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό.
1.Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη άρθρο 83).
2.Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης.
Άρθρο 37.
Έκτιση της ποινής σε ιδιαίτερα καταστήματα.
Όταν η κατάσταση των ατόμων που έχουν το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό επιβάλλει ιδιαίτερη μεταχείριση ή μέριμνα, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που τους επιβάλλονται εκτελούνται σε ιδιαίτερα ψυχιατρικά καταστήματα ή παραρτήματα των φυλακών.
Άρθρο 38.
Επικίνδυνοι εγκληματίες με ελαττωμένο
καταλογισμό.
1.Αν εκείνος που έχει κατά το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό λόγω διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή ο κατά το άρθρο 33 παρ. 2 κωφάλαλος είναι επικίνδυνος στη δημόσια ασφάλεια και η πράξη που τέλεσε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από έξι μήνες, το δικαστήριο τον καταδικάζει σε περιορισμό στα ψυχιατρικά καταστήματα ή παραρτήματα φυλακών του άρθρου 37.
2.Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού, το οποίο δεν μπορεί ποτέ να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου κατά το άρθρο 36 παρ. 1 ορίου ποινής για την πράξη που τελέστηκε.

Σελ. 84,16(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 52

3.Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο προσδιορίζει για την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 40 την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που πρέπει να εκτιθεί σε αντικατάσταση του περιορισμού. ο προσδιορισμός γίνεται μέσα στα όρια ποινής που καθορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε, χωρίς αυτή να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36. Πάντως η ποινή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί ποτέ να είναι κατώτερη από το μισό του ανώτατου ορίου ποινής που ορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε. Αν στο νόμο προβλέπεται ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης, ως ποινή που πρέπει να εκτιθεί προσδιορίζεται πρόσκαιρη κάθειρξη είκοσι ετών.
Άρθρο 39.
Διάρκεια του περιορισμού στα ψυχιατρικά
καταστήματα.
1.Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 και κατόπιν κάθε δύο έτη, εξετάζεται, είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως, αν αυτός μπορεί να απολυθεί. Για το θέμα αυτό αποφασίζει, ύστερα από γνωμοδότηση ειδικών εμπειρογνωμόνων, το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή.
2.Η απόλυση χορηγείται πάντοτε υπό όρο και μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με τους όρους που ορίζει το άρθρο 107 γίνεται οριστική, αν μέσα σε πέντε έτη δεν ανακληθεί κατά τας διατάξεις του άρθρου 109.
3.Πάντως, αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση, ο περιορισμός δεν μπορεί να εξακολουθήσει πέρα από δέκα έτη για τα πλημμελήματα και πέρα από δέκα πέντε έτη για τα κακουργήματα.
Άρθρο 40.
Μετατροπή του περιορισμού σε φυλάκιση ή
κάθειρξη.
Το δικαστήριο που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο μπορεί οποτεδήποτε, με αίτηση του εισαγγελέα και μετά γνωμοδότηση ειδικών εμπειρογνωμόνων, να αποφασίζει την αντικατάσταση του περιορισμού με την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 38, αν κρίνει ότι η παραμονή του καταδίκου στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακής δεν είναι αναγκαίο. Στην περίπτωση αυτή από τη στερητική της ελευθερίας ποινή που είχε επιβληθεί αφαιρείται ο χρόνος που διανύθηκε στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακής.
Άρθρο 41.
Εγκληματίες καθ’ έξη με ελαττωμένο
καταλογισμό.
1.Αν αυτός που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 38 σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα κριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 ως καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα εγκληματίας, το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού καθορίζεται μέσα στα όρια ποινής του άρθρου 89, χωρίς η ποινή αυτή να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 και το μέγιστο όριο καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 91. Αν η ποινή που προβλέπει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε είναι θάνατος ή ισόβια κάθειρξη, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
2.Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να μετατρέπει κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου τον περιορισμό στην ποινή της αόριστης κάθειρξης που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 92.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Απόπειρα και συμμετοχή.
Ι.Απόπειρα.
Άρθρο 42.
Έννοια και ποινή της απόπειρας.
1.Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2.Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτήν που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη, εκτός από την ποινή του θανάτου.
3.Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από τρείς μήνες.
Άρθρο 43.
Απρόσφορη απόπειρα.
1.Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικείμενο τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό.
2.Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος.
Άρθρο 44.
Υπαναχώρηση.
1.Η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια.
2.Αν ο δράστης, αφού ολοκλήρωσε την ενέργειά του, παρεμπόδισε ύστερα με δική του βούληση το αποτέλεσμα που μπορούσε να προέλθει από την ενέργειά του αυτή και που ήταν απαραίτητο για την τέλεση του κακουργήματος ή του πλημμελλήματος, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την απόπειρα ατιμώρητη.
ΙΙ.Συμμετοχή
Άρθρο 45.
Συναυτουργοί.
Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης.
Άρθρο 46.
Ηθικός αυτουργός και άμεσος συνεργός.
1.Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης : α)όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε β)όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης.
2.Όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με τη θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό.



(Αντί για τη σελ. 84,17(β) Σελ. 84,17(γ)
Τεύχος 1365 Σελ. 53
Άρθρο 47.
Απλός συνεργός.
1.Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β΄ του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2.Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ.
3.Ως προς τα πταίσματα, η συνέργεια τιμωρείται μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει ειδικά.
Άρθρο 48.
Γενική διάταξη.
Το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη.
Άρθρο 49.
Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις.
1.Όπου ο νόμος, για να είναι μια πράξη αξιόποινη, απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αν αυτές υπάρχουν μόνο στο δράστη, τότε αυτοί που είναι συμμέτοχοι κατά το άρθρο 46 παρ. 1 μπορούν να τιμωρηθούν με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). αν όμως υπάρχουν μόνο σ’ αυτούς που είναι συμμέτοχοι κατά τα άρθρα 46 παρ. 1 και 47 τότε οι τελευταίοι τιμωρούνται ως αυτουργοί και ο δράστης ως συνεργός.
2.Οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινές, μέτρα ασφάλειας, αποζημίωση
Ι.Κύριες ποινές
Θανατική ποινή.
Με την παρ. 1 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/ 16-16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄207), κατωτ. αριθ. 29, η ποινή του θανάτου καταργήθηκε.
Άρθρ.50.-(Καταργήθηκε από το εδάφ. β, της παρ. 12, άρθρ.1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄65, κατωτ. αριθ. 30).







Σελ. 84,18(γ)
Τεύχος 1365 Σελ. 54

Άρθρο 51.
Ποινές στερητικές της ελευθερίας.
"1. Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση."
Η μέσα σε «» πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003(ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
2.Για τις πρόσκαιρες ποινές στερητικές της ελευθερίας, η ημέρα υπολογίζεται σε 24 ώρες, η εβδομάδα σε επτά ημέρες, ο μήνας και το έτος σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει.
3.Ο χρόνος της ποινής επιμετράται πάντοτε σε πλήρεις ημέρες, εβδομάδες, μήνες και έτη.
Άρθρο 52.
Κάθειρξη.
1.Η ποινή της κάθειρξης είναι ισόβια ή πρόσκαιρη και εκτελείται σε καταστήματα ή τμήματα καταστημάτων που προορίζονται αποκλειστικά γι’ αυτήν.
2.Όταν ο νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η επιβαλλόμενη κάθειρξη είναι ισόβια, αυτή είναι πρόσκαιρη.
3.Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη.
Άρθρο 53.
Φυλάκιση.
Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες.
Περιορισμός σε ειδικό
κατάστημα κράτησης νέων
"Άρθρ.- 54 - Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα είκοσι ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από δέκα έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού είναι έξι μήνες και το ανώτερο δέκα έτη."
Το άρθρ.54 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Άρθρο 55.
Κράτηση.
Η διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ούτε να είναι συντομότερη από μία ημέρα, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών ή, αν τέτοια δεν υπάρχουν, στα αστυνομικά κρατητήρια
Άρθρο 56.
Τρόπος εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφάλειας
Με ιδιαίτερους νόμους κανονίζεται ο τρόπος της εκτέλεσης των ποινών, που προβλέπουν τα άρθρα 38 και 51-55 καθώς επίσης και των μέτρων ασφάλειας που προβλέπουν τα άρθρα 69-72.
«Εκείνος που καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης για οφειλές προς το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, μπορεί να εκτίσει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, αφού υποβάλει σχετική δήλωση στην εισαγγελία του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται να εμφανίζεται κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιφέρειάς του. Αν παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή, η έκτιση της ποινής συνεχίζεται κατά τις γενικές διατάξεις».
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν από την παρ.1 άρθρ.28 Νόμ.2915/28-29 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α 109) , κατωτ.αριθ.39.
Χρηματικές ποινές.
«Άρθρ.57.-Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 50.000 δραχμ. ούτε ανώτερη από 5.000.000 δραχμ. και το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 10.000 δραχμ. ούτε ανώτερο από 200.000 δραχμ.».
Το άρθρ. 57 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄88) κατωτ. αριθ. 28.
Άρθρο 58.
Απόσβεση των ποινών σε χρήμα.
Με το θάνατο του καταδικασμένου διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα σε καμμιά περίπτωση δεν εκτελούνται εναντίον των κληρονόμων του.
ΙΙ.Παρεπόμενες ποινές
Άρθρο 59.
Αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
1.Η καταδίκη σε θανατική ποινή ή σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου.
2.Η καταδίκη σε κάθειρξη αόριστης διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 90 και επ. συνεπάγεται αυτοδικαίως τη δεκαετή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Άρθρο 60.
Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσκαιρη
κάθειρξη.
Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη, επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη.
Άρθρο 61.
Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση.
Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε φυλάκιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει ειδικά ο νόμος, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη αν: α)η ποινή που επιβλήθηκε είναι τουλάχιστον ενός έτους και β)η πράξη που έχει τελεσθεί, φανερώνει από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσής της και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη.








(Αντί για τη σελ.84,181) Σελ. 84,181(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 55
Άρθρο 62.
Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό
σε ψυχιατρικό κατάστημα.
Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα βάσει του άρθρου 38, αν η πράξη είναι κακούργημα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60. αν η πράξη είναι πλημμέλημα, οι διατάξεις των άρθρων 61 και 64.































Σελ. 84,182(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 56
Άρθρο 63.
Αποτέλεσμα της αποστέρησης.
Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε : 1)χάνει οριστικά τα αιρετά δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στο στρατό, την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς επίσης και τις επίτιμες θέσεις και τα παράσημα 2)δεν μπορεί να αποκτήσει τα παραπάνω, είτε διαρκώς, στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 59, είτε κατά το χρόνο που ορίζει ο νόμος ή η απόφαση, στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 59 και στις περιπτώσεις των άρρθων 60,61 και 62 3)δεν μπορεί, κατά τη διάκριση του προηγούμενου αριθμού : α)να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές β)να αποτελεί μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζεται πραγματογνώμονας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.
Άρθρο 64.
Μερική αποστέρηση σε περίπτωση φυλάκισης.
Σε περίπτωση φυλάκισης το δικαστήριο μπορεί εφόσον υπάρχουν οι όροι του άρθρου 61 να επιβάλει μερική αποστέρηση ορισμένων από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, αν από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση των δικαιωμάτων που διατηρούνται.
Άρθρο 65.
Υπολογισμός του χρόνου της αποστέρησης.
1.Το αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη. η διάρκειά της υπολογίζεται από την επόμενη της ημέρας κατά την οποία συμπληρώθηκε η έκτιση ή παραγράφηκε ή χαρίστηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή, μαζί με την οποία είχε επιβληθεί η αποστέρηση.
2.Στην περίπτωση του άρθρου 105 παρ. 1 και 2, η διάρκεια υπολογίζεται από την επόμενη της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές. στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72 από την επόμενη της απόλυσης του καταδίκου από το κατάστημα στο οποίο βρισκόταν.
Άρθρο 66.
Αποκατάσταση.
1.Όποιος αποστερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα κατά τα άρθρ. 59-65 μπορεί με αίτησή του να αποκατασταθεί σ’ αυτά από το δικαστήριο. Η αποκατάσταση, όταν η καταδίκη αφορά κάθειρξη ή θανατική ποινή που μετατράπηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορεί να γίνει μετά πέντε έτη. όταν αφορά φυλάκιση, μετά τρία έτη από τότε που εκτέθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή ή, στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72,
από τότε που εκτίθηκε ή παραγράφηκε το μέτρο ασφάλειας. Για να χορηγηθεί η αποκατάσταση πρέπει να βεβαιωθεί ότι στο διάστημα ο αιτών έζησε έντιμη ζωή και εκπλήρωσε όσο μπορούσε τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το έγκλημα και βεβαιώθηκαν δικαστικά. Αν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 1 επιβλήθηκε μετά την έκτιση ή την άφεση λόγω χάρης ή την παραγραφή της ποινής, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μετά τρία έτη από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση του πλημμελειοδικείου η οποία είχε απαγγείλει την αποστέρηση.
2.Στην περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα η αποκατάσταση που προβλέπει η παρ. 1 μπορεί να χορηγηθεί μετά πέντε έτη, αν η πράξη είναι κακούργημα και μετά τρία έτη αν η πράξη είναι πλημμέλημα.
3.Αν η αίτηση για αποκατάσταση απορριφθεί, δεν μπορεί να επαναληφθεί πριν περάσουν δύο έτη.
4.Η διαδικασία με την οποία χορηγείται η αποκατάσταση ρυθμίζεται στην ποινική δικονομία.
Άρθρο 67.
Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος.
1.Αν ο υπαίτιος διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα με βαριά παράβαση των καθηκόντων του επαγγέλματός του, για την άσκηση του οποίου απαιτείται ειδική άδεια της αρχής, και εφόσον του επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών, το δικαστήριο μπορεί να απαγγείλει και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος αυτού για χρονικό διάστημα ενός μέχρι πέντε ετών. Η ανικανότητα αυτή συνεπάγεται την οριστική ανάκληση της άδειας που είχε δοθεί.
2.Η διάταξη του άρθρου 65 εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση.
Άρθρο 68.
Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης.
1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, αν το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.
2.Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος μπορεί να διαταχθεί η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης ύστερα από αίτηση του παθόντος, και της αθωωτικής ύστερα από αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο αιτών έχει νόμιμο συμφέρον.
3.Στην ίδια απόφαση ορίζεται ο τρόπος της δημοσίευσης και η υποχρέωση καταβολής της δαπάνης γι’ αυτήν.




(Μετά τη σελ.84,182) Σελ.84,183
Τεύχος 1351 Σελ. 41
ΙΙΙ.Μέτρα ασφάλειας
Άρθρο 69.
Φύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματιών.
Αν κάποιος, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του (άρθρο 34) ή κωφαλαλίας (άρθρο 33 παρ. 1), απαλλάχθηκε από την ποινή ή τη δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή ανώτερη από έξι μήνες, το δικαστήριο διατάσσει τη φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα εφόσον κρίνει ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.
Άρθρο 70.
Διάρκεια της φύλαξης.
1.Για να εκτελεσθεί η διάταξη της απόφασης που αφορά τη φύλαξη φροντίζει η εισαγγελική αρχή.
2.Η φύλαξη συνεχίζεται όσο χρόνο το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια.
3.Κάθε τρία έτη το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η φύλαξη αποφασίζει αν αυτή πρέπει να εξακολουθήσει. Το ίδιο δικαστήριο μπορεί όμως οποτεδήποτε με αίτηση του εισαγγελέα ή της διεύθυνσης του καταστήματος να διατάξει την απόλυση εκείνου που φυλάσσεται.
Άρθρο 71.
Εισαγωγή αλκοολικών και τοξικομανών σε
θεραπευτικό κατάστημα.
1.Αν κάποιος καταδικαστεί :α)για κακούργημα ή πλημμέλημα που ο νόμος το τιμωρεί με ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες και που μπορεί ν’ αποδοθεί σε κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων, ή β)για έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης, κατά το άρθρο 193, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εισαγωγή του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα, αν πρόκειται για πρόσωπο που κάνει καθ’ έξη κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων.
2.Η εισαγωγή στο θεραπευτικό κατάστημα
επακολουθεί την έκτιση της ποινής και η παραμονή
σ’ αυτό διαρκεί όσο χρόνο απαιτεί ο σκοπός
της, ποτέ όμως περισσότερο από μία διετία. Την απόλυση πριν από τη διετία την αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάστημα με πρόταση της διεύθυνσής του.




Σελ. 84,184
Τεύχος 1351 Σελ. 42
Άρθρο 72.
Παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.
1.Αν η πράξη, για την οποία κάποιος κηρύχθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε φυλάκιση, μπορεί να αποδοθεί στη φυγοπονία του ή στη ροπή του για άτακτη ζωή, το δικαστήριο μπορεί στις περιπτώσεις που ο νόμος ειδικά καθορίζει, να διατάξει, εκτός από την ποινή που του επιβλήθηκε, και την παραπομπή του σε επανορθωτικό κατάστημα εργασίας.
2.Η εισαγωγή στο κατάστημα εργασίας επακολουθεί την έκτιση της ποινής. Η διάρκεια της παραμονής σ’ αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα έτος ούτε ανώτερη από πέντε έτη.
3.Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο και ακολούθως κάθε έτος το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάστημα αποφασίζει με αίτηση της διεύθυνσής του ή του εισαγγελέα αν ο κρατούμενος πρέπει να απολυθεί.
4.Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι υπότροπος, η παραπομπή του σε επανορθωτικό κατάστημα εργασίας είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 73.
Απαγόρευση διαμονής.
1.Αν το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της πράξης που τέλεσε ο καταδικασμένος ή την προσωπικότητά τους και τις άλλες περιστάσεις, κρίνει ότι η διαμονή του σε ορισμένους τόπους προκαλεί συγκεκριμένο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, και αν η ποινή που του επιβλήθηκε είναι κάθειρξη ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αλλά για τη φυλάκιση μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, το δικαστήριο αυτό μπορεί να καθορίσει τους τόπους στους οποίους η αστυνομική αρχή μπορεί, κατά την παρ. 2, να απαγορεύσει τη διαμονή του για πέντε κατ’ ανώτατο όριο έτη, τα οποία αρχίζουν από την ημέρα που η ποινή εκτίθηκε, παραγράφηκε ή χαρίστηκε.
2.Με βάση αυτή την απόφαση η αστυνομική αρχή έχει δικαίωμα, μετά γνωμοδότηση της διεύθυνσης της φυλακής, να απαγορεύσει στον καταδικασμένο να διαμένει για όσο χρόνο ορίζεται στην απόφαση σε όλους τους τόπους που αυτή ορίζει ή σε μερικούς μόνο από αυτούς, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην απόφαση.
3.Σε περίπτωση δεύτερης και κάθε άλλης νεότερης καταδίκης για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη κλοπής, απάτης, πλαστογραφίας, εκβιασμού, "πορνογραφίας ανηλίκων", μαστροπείας, σωματεμπορίας, "ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής", εκμετάλλευσης πόρνης, παράβασης των διατάξεων για τα ναρκωτικά, λαθρεμπορίου, προστασίας του εθνικού νομίσματος και των αρχαιοτήτων, καθώς και στις περιπτώσεις της παρ. 1 αυτού του άρθρου, το δικαστήριο επιβάλλει στον καταδικασμένο την υποχρέωση μέσα σε δέκα ημέρες από την έκτιση της ποινής του ή την απόλυσή του με οποιονδήποτε τρόπο, να δηλώσει στην αστυνομική αρχή του τόπου της διαμονής του τη διεύθυνση της κατοικίας του και, επί μία τριετία, να γνωστοποιεί κάθε μεταβολή της στην ίδια αρχή. Η διάταξη του άρθρου 182 εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση.
Οι μέσα σε «» φράσεις προστέθηκαν με την παρ.8 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002 (ΦΕΚ Α΄248), κατωτ.αριθ.43.
Απέλαση αλλοδαπού
Άρθρ.74.-«1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. .«Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλασή του λαμβάνεται υπόψη η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της οικογένειάς του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένειά του διαμένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ελευθερίας του.»Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή».
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
2.Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο, ασφάλειας των άρθρων 69,71 και 72. Σ’ αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί, σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.
«3.Οι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπο μπορούν να επιστρέφουν στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει μία τριετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται.
Η παρ. 3, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄173, (κατωτ. αριθ. 31).
«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδ. σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής.»
Το μέσα « » δεύτερο εδάφιο. προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 20 Νόμ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997, (ΦΕΚ Α΄174), κατωτ. αριθ. 35.
«Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη τριμελούς συμβουλίου που αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, τον οποίο προτείνει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έναν ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας,
τον οποίο προτείνει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και τον διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου, καθώς και ο γραμματέας αυτού ορίζονται με τους αναπληρωτές τους για τρία έτη με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.2 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.41.
«4.Ο αλλοδαπός, μέχρι την απέλασή του, εξακολουθεί να παραμένει κρατούμενος σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων κράτησης ή θεραπευτικών καταστημάτων».
Η μέσα σε «» παρ. 4 προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 12 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.
Άρθρο 75.
Παραγραφή μέτρων ασφάλειας.
1.Αν από τότε που έγινε αμετάκλητη η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69,71,72 και 74, περάσει τριετία χωρίς να έχει αρχίσει η εκτέλεση του μέτρου, αυτό δεν μπορεί πια να εκτελεστεί, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.




(Αντί για τη σελ.84,185) Σελ. 84,185(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 57
2.Την εκτέλεση του μέτρου ασφάλειας κατά την προηγούμενη παράγραφο το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο, αν ο σκοπός του μέτρου επιβάλλει ακόμη και τότε την εφαρμογή του.
3.Στην προθεσμία των τριών ετών δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός που υποβλήθηκε σε μέτρο ασφάλειας εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας ή άλλο μέτρο ασφάλειας στερητικό της ελευθερίας.
Άρθρο 76
Δήμευση.
1.Αντικείμενα που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης και αντικείμενα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Για άλλες αξιόποινες πράξεις, το μέτρο αυτό μπορεί να ληφθεί μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος.
2.Αν από τα ανωτέρω αντικείμενα προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης, η δήμευσή τους επιβάλλεται υποχρεωτικά σε όποιον τα κατέχει, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την πράξη που τελέστηκε. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου
απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το δικαστήριο πλημμελειοδικών, με πρόταση του εισαγγελέα.
3.Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν πρέπει να καταστραφούν.
IV. Αποζημίωση.
Άρθρο 77.
Προτίμηση πληρωμής.
Αν κάποιος καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο και συγχρόνως σε αποζημίωση του θύματος, αλλά η περιουσία του δεν είναι αρκετή για να εκπληρώσει και τις δύο αυτές υποχρεώσεις προτιμάται η πληρωμή της αποζημίωσης.
Άρθρο 78.
Υπόχρεοι σε πληρωμή.
Όσοι καταδικάστηκαν ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι για την ίδια πράξη είναι εις ολόκληρον υποχρεωμένοι να πληρώσουν την αποζημίωση.


Σελ. 84,186(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 58

Δεν υπάρχουν σχόλια: