01 1. ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 24 Ιουλ./18 Σεπτ. 1835 Περί μετατυπώσεως του ελληνικού κειμένου του Ποινικού Νόμου.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗΣ-
ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ

ΔΙΑΡΚΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ – ΔΩΡΗΤΗΣ
ΠΑΝΤ. Κ. ΡΑΠΤΑΡΧΗΣ

ΤΟΜΟΣ
8
ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
ΘΕΜΑ
α

Ποινικός Κώδικας
1. ΔΙΑΤΑΓΜΑ
της 24 Ιουλ./18 Σεπτ. 1835
Περί μετατυπώσεως του ελληνικού κειμένου του Ποινικού Νόμου.
Ο δια του ανωτέρω Δ/τος αναδημοσιευθείς Ποινικός Νόμος της 18 (30) Δεκ. 1833, κατηργήθη δια του άρθρου 461 του νέου Ποινικού Νόμου υπ’ αριθ. 1492 του 1950, ως και οι κατωτέρω τροποποιητικοί και συμπληρωματικοί αυτού νόμοι:
α)Ν.Δ. της 20/25 Μαίου 1836 περί μεταβολής άρθρων τινών του Ποινικού Νόμου.
β)Ν.Δ. της 26 Ιουν./2 Ιουλ. 1836 περί των άρθρων 337,690 του Ποινικού Νόμου.
γ)Ν.Δ. της 26 Ιουν./2 Ιουλ. 1836 περί του άρθρου 688 του Ποινικού Νόμου.
δ)Νόμος της 13(25) Οκτ. 1841 περί τιμωρήσεως των κατά την ανάκρισιν ψευδορκούντων.
ε)Ψήφισμα της Προσωρινής Κυβερνήσεως της 31 Οκτ./2 Νοεμ. 1842 περί καταργήσεως του πολιτικού θανάτου.
ς)Νόμος ΑΡΚΒ΄ της 12/24 Απρ. 1883 περί των αδικημάτων κατά της ασφαλείας των σιδηροδρόμων.
ζ)Νόμος ΒΚΑ΄ της 17/18 Ιουλ. 1882 περί τροποποιήσεως του άρθρου 171 του Ποινικού Νόμου.
η)Νόμος ΓΧΞΓ΄ της 24/26 Μαρτ. 1910 περί τροποποιήσεως άρθρων τινών του Ποινικού Νόμου.
θ)Νόμος ΓΨΟΖ΄ της 11/13 Μαίου 1911 περί μεταρρυθμίσεως του άρθρου 2 του ΓΧΞΓ΄ νόμου περί τροποποιήσεως άρθρων τινών του Ποινικού Νόμου.
ι)Νόμος ΓΨ4Ε΄ της 20/21 Ιουν. 1911 περί προσθήκης και μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων του Ποινικού Νόμου.
ια)Νόμος ΓΩΛΕ΄ της 23/25 Ιουλ. 1911 περί μεταρρυθμίσεως των άρθρων 331 και 332 του Ποιν. Νόμου.
ιβ)Νόμος ΓΩΜΑ΄ της 23/25 Ιουλ. 1911 περί μεταρρυθμίσεως των περί αποπλανήσεως εις ασέλγειαν διατάξεων του Ποινικού Νόμου.
ιγ)Νόμος ΓπΜΒ΄ της 2/2 Δεκ. 1911 περί συμπληρώσεως του άρθρ. 271 του Ποιν. Νόμου.
ιδ)Νόμος ΓπΜΔ΄ της 2 Δεκ. 1911/5 Ιαν. 1912 περί φυγοδικίας.
ιε)Νόμος 106 της 26/27 Δεκ. 1913 περί προσθήκης εις το άρθρ. 16 του περί φυγοδικίας ΓπΜΑ΄ νόμου.
ις)Νόμος 172 της 13/14 Μαρτ. 1914 περί τροποποιήσεως και προσθήκης διατάξεων του Ποιν. Νόμου.
ιζ)Νόμος 418 της 27/29 Νοεμ. 1914 περί μη εφαρμογής του άρθρου 171 Ποιν. Νόμου επί αναλώσεως και διαθέσεως καρπών κατεσχημένων κατά την διάρκειαν των από 20 Ιουνίου, 20 Ιουλίου, 28 Αυγούστου ε.έ. Διαταγμάτων περί δικαιοστασίου.
ιη)Νόμος 944 της 11/13 Οκτ. 1917 περί παρατάσεως του χρόνου της παραγραφής πάντων των κατ’ έγκλησιν διωκομένων πλημμελημάτων και πταισμάτων.
ιθ)Νόμος 1335 της 18/27 Απρ. 1918 περί τροποποιήσεως του άρθρου 546 του Ποινικού Νόμου, ως ετροποποιήθη υπό του νόμου 170.
κ)Νόμος 1592 της 29/31 Δεκ. 1918 περί μονομαχίας.
κα)Νόμος 2072 της 4/9 Μαρτ. 1920 περί τροποποιήσεως του νόμου ΓπΜΔ΄ περί φυγοδικίας.
κβ)Νόμος 2111 της 12/18 Μαρτ. 1920 περί αδικημάτων κατά της ελευθερίας της εργασίας.
κγ)Νόμος 2232 της 24/29 Ιουν. 1920 περί τροποποιήσεως των άρθρων 15 και 23 του Ποινικού Νόμου.
κδ)Ν.Δ. της 25/28 Ιουλ. 1923 περί αυξήσεως των χρηματικών ποινών.
κε)Ν.Δ. της 15/15 Δεκ. 1923 περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των από 23 Νοεμ. και 6 Δεκ. 1923 Ν.Δ/των αφορώντων την αξίαν του αντικειμένου του αδικήματος.
κς)Ν.Δ. της 20 Απρ./12 Μαίου 1926 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως άρθρων τινών του Ποινικού Νόμου.
κζ)Νόμος 4677 της 3/15 Μαίου 1930 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως άρθρων τινών του Ποινικού Νόμου.
κη)Νόμος 4895 της 11/16 Μαρτ. 1931 περί τροποποιήσεως των περί ελευθερώσεως φυλακισμένων διατάξεων του Ποιν. Νόμου.
κθ)Νόμος 5391 της 9 Απρ./17 Μαίου 1932 περί άρσεως του αξιοποίνου και επί της αυτεπαγγέλτως διωκομένης τοκογλυφίας υπό τας προϋποθέσεις του άρθρ. 455γ του Ποιν. Νόμου (καταργηθείς υπό του Α.Ν. 520/1937).
λ)Νόμος 6210 της 28/31 Ιουλ. 1934 περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Ποινικού Νόμου.
λα)Α.Ν. 297 της 28 Οκτ./2 Νοεμ. 1936 περί αντικαταστάσεως του άρθρ. 271α του Ποινικού Νόμου.

Σελ. 5
λβ)Α.Ν. 520 της 3/8 Μαρτ. 1937 περί αντικαταστάσεως του άρθρου 435γ του Ποινικού Νόμου.
λγ)Ν.Δ. 1441 της 22 Μαίου/18 Ιουν. 1942 περί αντικαταστάσεως ποινικών τινων διατάξεων.
λδ)Ν.Δ. 1819 της 10 Σεπτ./5 Οκτ. 1942 περί επιβολής κυρώσεων κατά εργοδοτών, υπαλλήλων, εργατών και μισθωτών εν γένει μετασχόντων εις απεργίας.
λε)Νόμος 1330 της 25 Φεβρ./25 Μαρτ. 1944 περί αυξήσεως χρηματικών ποινών, προστίμων κλπ. (καταργηθείς υπό του Ν. 110/1945).
λς)Νόμος 928 της 8/12 Φεβρ. 1946 περί αυξήσεως των ορίων χρηματικών ποινών και προστίμων.
λζ)Β.Δ. της 16/29 Οκτ. 1947 περί αυξήσεως των ορίων των χρηματικών ποινών και προστίμων.
λη)Ν.Δ. 615 της 17/23 Απρ. 1948 περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του Ν.Δ. 1441/1942 περί αντικαταστάσεως ποινικών τινων διατάξεων.

2. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 110
της 31 Ιαν./3 Φεβρ. 1945 (ΦΕΚ Α΄21)
Περί καθορισμού ορίων των χρηματικών ποινών και προστίμων και των ποσών δια την επί εγγυήσει απόλυσιν των υποδίκων κλπ.
Άρθρον 1
(Αντικαθιστά τα άρθρα 13 και 15 Ποιν. Νόμου. Κατηργήθη υπό του Α.ν. 928/1946. Βλ. ήδη άρθρα 57 και 474 του νέου Ποιν. Κώδικος).
Άρθρον 2
1.Τα εις ειδικάς περιπτώσεις προβλεπόμενα υπό του Ποινικού Νόμου ή άλλων διάφορα των εν τω προηγουμένω άρθρω καθοριζομένων όρια χρηματικών ποινών και προστίμου, καθώς και επίσης ποσά τακτών τοιούτων ποινών καταργούνται, αντ’ αυτών δ’ εφαρμόζονται τα εν άρθροις 13 και 15 του Ποινικού Νόμου, ως αντικαθίστανται δια του άρθρου 1 του παρόντος.(Ήδη άρθρ. 57 του νέου Ποιν. Κώδικος).
2.Διατηρούνται εν ισχύϊ αι ειδικαί διατάξεις, αίτινες προβλέπουσι ποινάς κατά της περιουσίας, των οποίων το μέτρον ορίζεται υπό του Νόμου απλώς δι’ αναφοράς εις ωρισμένην τινά αξίαν και ουχί δι’ απ’ ευθείας αριθμητικού προσδιορισμού των ποσών αυτών.
Άρθρα 3-4
(Αντικατεστάθησαν δια των άρθρων 80 και 81 του νέου Ποινικού Κώδικος).




Σελ. 6

Άρθρον 5
(Τροποποιητικόν των άρθρων 240 και 406 ε της παλαιάς Ποιν. Δικονομίας. Βλ. ήδη άρθρ. 297 και 497 της νέας Ποιν. Δικονομίας).
Άρθρα 6-8
(Κατηργήθησαν υπό του άρθρου 5 Α.Ν. 928/ 1946).
Άρθρον 9
(Αντικαθίσταται το άρθρ. 2 του ν. 1531/44, τ.5).
Άρθρον 10.
Καταργούνται 1)το Ν.Δ. 1910/1942, 2)ο ν. 1330 της 25 Φεβρ./25 Μαρτ. 1944 και τα κατ’ εκτέλεσιν αυτού εκδοθέντα διατάγματα, 3)τα άρθρα 1,3 και 14 του ν. 1531/1944, 4)το άρθρ. 11 του ν. 1820/1944 και 5)τα άρθρα 1 και 2 του ν. 32 της 16/20 Νοεμ. 1944 (τόμ. 5).
Άρθρα 11-12
(Μεταβατικαί και τελικαί διατάξεις).









3. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1492
της 17/17 Αυγ. 1950
Περί κυρώσεως του Ποινικού Κώδικος
ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ
Προς την Δ΄ Αναθεωρητικήν Βουλήν
των Ελλήνων
Η από των αρχών του 20ού αιώνος, υπό την ώθησιν των θετικών σχολών του Ποινικού Δικαίου, αρξαμένη εις όλας τας πεπολιτισμένας χώρας νομοπαρασκευαστική κίνησις προς μεταρρύθμισιν των ποινικών αυτών κωδίκων, ήγαγε και την Ελληνικήν Πολιτείαν εις την απόφασιν καθολικής ανακαινίσεως του ημετέρου ποινικού νόμου. Προς τούτο συνεστήθη εν έτει 1911 τριμελής επιτροπεία απαρτισθείσα αρχικώς εκ των Τ. Ηλιοπούλου καθηγητού του Πανεπιστημίου, Α. Μιχαλακοπούλου και Π. Γιωτοπούλου, συνελθούσα εις 24 συνεδρίας μέχρι της 17 Ιανουαρίου 1913. Έκτοτε διεκόπησαν αι εργασίαι αυτής ένεκα της αποχωρίσεως του Π. Γιωτοπούλου, επαναλήφθησαν δε την 20 Νοεμβρίου 1913, διορισθέντος του Π. Τσιτσεκλή και εξηκολούθησαν μέχρι της 23 Ιανουαρίου 1914, ότε και πάλιν διεκόπησαν ένεκα της αποχωρήσεως των Α. Μιχαλακοπούλου και Π. Τσιτσεκλή. Αντικατασταθέντων δε τούτων εν έτει 1915 δια των Κ. Βρυάκου και Γ. Πανοπούλου αεροπαγίτου, ήρξαντο και πάλιν αι εργασίαι, αλλά μετά τινας μήνας αποχωρήσαντος και του Κ. Βρυάκου εις αντικατάστασιν αυτού διωρίσθη ο καθηγητής Κ. Βασιλείου, τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1919, διωρίσθη εις αντικατάστασιν αυτού ο Α. Ρωμάνος. Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. Ένεκα των αλλεπαλλήλων τούτων μεταβολών εν τω καταρτισμώ της επιτροπής και των παρεμβληθεισών εις ταύτην εθνικών και πολιτικών περιστάσεων, το έργον αυτής διεκόπη επί μακρά χρονικά διαστήματα, ούτως ώστε αφαιρουμένων τούτων, η όλη εργασία δυνάμεθα να είπωμεν ότι συνετελέσθη εντός πέντε ετών, αποπερατωθείσα τω 1923. Εισηγηταί του αρχικού προσχεδίου ήταν του μεν γενικού μέρους ο Τ. Ηλιόπουλος , ο και Πρόεδρος της Επιτροπής, πλην των δύο πρώτων κεφαλαίων, άτινα εισηγήθη μεν αρχικώς ο Π. Γιωτόπουλος, αλλ’ άτινα κατόπιν μετεβλήθησαν, μετά νέαν επεξεργασίαν και εισήγησιν του Τ. Ηλιόπουλου, του δε ειδικού ο Γ. Πανόπουλος. Επίσης ο Π. Γιωτόπουλος υπέβαλεν εις την Επιτροπήν σχέδιον εξ άρθρων 46 περί του συστήματος των ποινών, μετά την αποχώρησιν όμως εκ της Επιτροπής του Γιωτόπουλου το Κεφάλαιον τούτο η Επιτροπή επεξειργάσθη βάσει νέας εισηγήσεως του Τ. Ηλιόπουλου.
Εν έτει 1924 εδημοσιεύθη το πρώτον σχέδιον του ποινικού κώδικος. Αι αιτιολογικαί εκθέσεις συνταχθείσαι υπό των αυτών εισηγητών εδημοσιεύθησαν ωσαύτως εις ενιαίον τόμων δι’ αμφότερα τα μέρη του σχεδίου εκ σελίδων 688 περί τας αρχάς του 1929.
Κατ’ Απρίλιον 1929 υπεβλήθη εις την Βουλήν παρά του Υπουργού της Δικαιοσύνης σχέδιον νόμου «περί κυρώσεως του Ελληνικού Ποινικού Κώδικος» παραπεμφθέν εις την αρμοδίαν κοινοβουλευτικήν επιτροπήν. Περί τα τέλη όμως του αυτού έτους το σχέδιον ποινικού κώδικος απεσύρθη παρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκ της Βουλής, παραπεμφθέν προς αναθεώρησιν εις την παρά του Υπουργού της
Δικαιοσύνης εκ μελών της μονίμου νομοπαρασκευαστικής επιτροπής απαρτισθείσαν ειδικήν επιτροπήν, εκ των Τ. Ηλιοπούλου, Γ. Πανοπούλου, Αντ. Ρωμάνου και Αντ. Ρηγανάκου. Περατωθείσης της αναθεωρήσεως εκείνης, εδημοσιεύθη εν έτει 1933 εις ίδιον τεύχος το κείμενον του αναθεωρηθέντος σχεδίου, επηκολούθησε δε βραδύτερον κατά το αυτό έτος ανατύπωσις της αιτιολογικής εκθέσεως του αρχικού σχεδίου, συνοδευομένη εν τέλει υπό παραρτήματος περιέχοντος σύντομον αιτιολογίαν των επενεχθεισών κατά την αναθεώρησιν τροπολογιών.
Αντίγραφα του σχεδίου και της αιτιολογικής εκθέσεως απεστάλησαν κατ’ Απρίλιον του 1933 υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς τον Άρειον Πάγον, τα εφετεία πρωτοδικεία εισαγγελίας και δικηγορικούς συλλόγους του Κράτους, μετά της παρακλήσεως όπως εκφέρουν τας επί του σχεδίου παρατηρήσεις των.
Κατά Νοέμβριον του 1933 υπό την προεδρείαν του Υπουργού της Δικαιοσύνης Σ. Ταλιαδούρου ήρξατο των εργασιών της η δια της υπ’ αριθ. 31815/1933 πράξεως αυτού καταρτισθείσα «επιτροπεία προς γνωμοδότησιν επί του σχεδίου ποινικού κώδικος 1933». Εις τας συνεδριάσεις της επιτροπής έλαβον μέρος ως μέλη οι :Γ. Οικονομόπουλος, γενικός γραμματεύς Υπουργείου Δικαιοσύνης, Γ. Πανόπουλος, Αντ. Ρωμάνος, Άγγελ. Μπουρόπουλος, Αντ. Ρηγανάκος,Χ. Τζωρτζόπουλος, Ν. Χωραφάς, Αρ. Ρωμανός και Δ. Δαμασκηνός. Συνήλθε δε η επιτροπή εις 15 συνεδριάσεις (20 Νοεμβρίου 1933 μέχρι 23 Ιανουαρίου 1934).
Ακολούθως, δυνάμει του από 7/14 Μαρτίυ 1934 προεδρ. διατάγματος, συνεστήθη πενταμελής επιτροπή προς μελέτην, εξακολούθησιν και περάτωσιν του σχεδίου ποινικού κώδικος, συμφώνως τω άρθρω 5 παρ. 2 του νόμου 4129, ως τούτο αντικατεστάθη δια του άρθρου 4 του νόμου 5996. Η Επιτροπή αύτη απετελέσθη εκ των Γ. Πανοπούλου, Αντ. Ρωμάνου, (αποβιώσαντος κατά την διάρκειαν των εργασιών), Άγγλ. Μπουροπούλου, Ν. Χωραφά και Στυλ. Τεγοπούλου, ήρξατο δε των εργασιών της την 14 Μαρτίου 1934 και επεράτωσε την αναθεώρησιν του σχεδίου την 11 Ιανουαρίου 1935, συνελθούσα εν όλω εις 41 συνεδριάσεις. Εισηγηταί υπήρξαν του μεν γενικού μέρους ο Ν. Χωραφάς, του δε ειδικού οι Άγγ. Μπουρόπουλος και Στ. Τεγόπουλος. Το ούτως αναθεωρηθέν σχέδιον εδημοσιεύθη κατά το θέρος του έτους 1935 εις ίδιον τεύχος, ακολούθως όμως συνεπεία της καταργήσεως του πολιτεύματος της Αβασιλεύτου Δημοκρατίας, κατέστη επιβεβλημένη, τούτο μεν η τροποποίησις ωρισμένων διατάξεων του σχεδίου, τούτο δε η προσθήκη άλλων. Συγχρόνως εχώρησεν η επεξεργασία του εισαγωγικού νόμου εις τον ποινικόν κώδικα, εισηγουμένου του Στ. Τεγοπούλου. Η επιτροπή ούτως επεράτωσε το ανατεθέν εις αυτήν έργον αναθεωρήσεως του σχεδίου και συντάξεως του εισαγωγικού νόμου λήγοντος του μηνός Ιουλίου 1937. Το κείμενον του σχεδίου τούτου εδημοσιεύθη εις ίδιον τεύχος εν έτει 1937, εν έτει δε 1938 εις ίδιον τεύχος εδημοσιεύθησαν αι αιτιολογίαι του αναθεωρηθέντος σχεδίου 1935/37 και το σχέδιον εισαγωγικού νόμου μετά των επ’ αυτού αιτιολογιών. Ακολούθως εν έτει 1939 παρεπέμφθη προς τελικήν επεξεργασίαν το
ειρημένον σχέδιον εις επιτροπήν αποτελεσθείσαν εκ

Σελ. 7
των Γ. Πανοπούλου, ως Προέδρου, Άγγ. Μπουροπούλου, Ν. Χωραφά, Ηλ. Γάφου και Στ. Τεγοπούλου, ως μελών. Η επιτροπή αύτη εργασθείσα από του Φεβρουαρίου 1939 μέχρι του Αυγούστου 1940, επεράτωσε την ανατεθείσαν εις αυτήν εντολήν, το σχέδιον όμως τούτο δεν εδημοσιεύθη λόγω του εκκραγέντος εν τω μεταξύ πολέμου. Εν έτει 1944 ήρξατο και άλλη επεξεργασία του σχεδίου υπό τριμελούς επιτροπής αποτελεσθείσης εκ των Άγγ. Μπουροπούλου, ως προέδρου Ν. Χωραφά, και Στ. Τεγοπούλου, ως μελών. Η επιτροπή αύτη, εισηγουμένου του Καθηγητού Ν. Χωραφά, αναθεώρησε το γενικόν μέρος του σχεδίου.
Τέλος εις εκτέλεσιν του από 14 Απριλίου 1947 νομ. διατάγματος υπ’ αριθ. 222 «περί συστάσεως επιτροπών προς περάτωσιν της αναθεωρήσεως των σχεδίων ποιν. κώδικος και κώδικος ποιν. δικονομίας», συνεστήθη επιτροπή προς περάτωσιν της αναθεωρήσεως του σχεδίου ποιν. κώδικος, αποτελεσθείσα εκ του παρ’ Αρείω Πάγω Εισαγγελέως Άγγ. Μπουροπούλου , ως Προέδρου, των καθηγητών Ν. Χωραφά, Ηλ. Γάφου, του δικηγόρου Στ. Τεγοπούλου , και του υφηγητού Ιακ. Ζαγκαρόλα, ως μελών. Η Επιτροπή αύτη ήρξατο των εργασιών της την 10 Ιουνίου 1947 και επεράτωσε την αναθεώρησιν του σχεδίου και του εισαγωγικού νόμου λήγοντος του μηνός Ιανουαρίου 1948, συνελθούσα εν όλω εις 34 συνεδριάσεις. Εισηγητής του γενικού μέρους υπήρξεν ο Ν. Χωραφάς, ως προς το ειδικόν δε μέρος εισηγήθησαν τροποποιήσεις επί ωρισμένων κεφαλαίων αυτού οι Άγγ. Μπουρόπουλος, Ηλ. Γάφος και Ιακ. Ζαγκαρόλας. Επίσης ο μεν Ιακ. Ζαγκαρόλας υπέβαλεν έκθεσιν συγκριτικής ερεύνης περί των μέτρων ασφαλείας, περί ων προβλέπουν τα άρθρα 69-76 του σχεδίου, μετά προτάσεων αυτού, ο δε Άγγ. Μπουρόπουλος εισηγήθη επί του εισαγωγικού νόμου.
Το υποβαλλόμενον σχέδιον ποιν. κώδικος, προϊόν μακράς και επισταμένης επεξεργασίας, περιέχει αφ’ ενός μεν νομικήν δογματικήν ανακαίνισιν του ημετέρου ποινικού δικαίου σύμφωνον προς τα πορίσματα της νεωτέρας ποινικής επιστήμης, αφ’ ετέρου δε και ικανοποίησιν του κεντρικού αιτήματος της συγχρόνου αντεγκληματικής πολιτικής, όπερ είναι η εξατομίκευσις της ποινικής μεταχειρίσεως του εγκληματήσαντος προσώπου, επί τω τέλει ενεργοτέρας και ασφαλεστέρας καταπολεμήσεως του εγκλήματος. Παραλλήλως προς ταύτα το σχέδιον εμφανίζει επίσης από νομοτεχνικής απόψεως σημαντικήν απλούστευσιν, αποφυγήν της αφορήτου περιπτωσιολογίας του ισχύοντος ποιν. νόμου και αρτίαν συστηματικήν διάρθρωσιν της νομοθετικής ύλης, ως εκ των οποίων και επετεύχθη ο περιορισμός των άρθρων του όλου κώδικος εις 459 έναντι 705 του ισχύοντος ποινικού νόμου, καίτοι εν πολλοίς το σχέδιον περιέλαβε την ρύθμισιν και νέων θεμάτων.
Η ύλη του σχεδίου κατανέμεται εις δύο βιβλία εκ των οποίων το μεν πρώτον περιλαμβάνει το γενικόν μέρος, το δε δεύτερον το ειδικόν μέρος του κώδικος. Εκάτερον των βιβλίων κατανέμεται περαιτέρω εις κεφάλαια και δη το μεν γενικόν μέρος εις 8, το δε ειδικόν μέρος εις 27 κεφάλαια. Του γενικού μέρος εν αδροτάταις γραμμαίς γίνεται ανάλυσις κατωτέρω (υπ’ αριθμόν ΙΙΙ). Του ειδικού όμως μέρους ούτε τοιαύτη γενικωτάτη επισκόπησις είναι δυνατή εν εισηγητική εκθέσει. Ως προς το μέρος τούτο, επομένως, αρκεί να επιστηθή η προσοχή (ίδε αριθμόν ΙΙ) μόνον επί κεφαλαιωδών τινων σημείων.
Σελ. 8
ΙΙ.
ΕΙΔΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ
Α)Το σχέδιον απέφυγε να ενσωματώση εν εαυτώ διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων καθ’ όσον εκρίθη, ότι έργον του κυρίως ποινικού κώδικος είναι να ρυθμίση εκείνην μόνον την ύλην, ήτις ανάγεται εις αδικήματα αφορώντα τας βάσεις της εν πολιτεία κοινωνικής ζωής και ήτις ως εκ τούτου εμφανίζει παγιώτερόν πως χαρακτήρα.
Β)Αι καθ’ έκαστον αξιόποινοι πράξεις ταξινομούνται εις ομάδας εν όψει του εννόμου αγαθού, όπερ κατά κύριον λόγον προσβάλλεται δι’ αυτών. Ούτω τα εις εκάστην ομάδα ανήκοντα εγκλήματα συγκεντρούνται εις ίδιον κεφάλαιον, τα δε διάφορα κεφάλαια ταξινομούνται εν αλληλουχία προς άλληλα και δη κατά σειράν, εν η προτάσσονται μεν τα κεφάλαια άτινα περιλαμβάνουν τα κατά εννόμων αγαθών της κοινωνικής ολότητος στρεφόμενα εγκήματα, επακολουθούν δε τα κεφάλαια, άτινα περιλαμβάνουν τα κατά εννόμων αγαθών του ατόμου στρεφόμενα.
Γ)Ειδικώτερον:
1)Τα κεφάλαια Α΄ και Β΄ του ειδικού μέρους περιλαμβάνουν τας πράξεις τας στρεφομένας αφ’ ενός μεν κατά της εσωτερικής τάξεως της Πολιτείας, δηλαδή τα εγκλήματα τα συνιστώντα την εσχάτην προδοσίαν (Κεφάλαιον Α΄), αφ’ ετέρου δε τας πράξεις τας στρεφομένας κατά της εξωτερικής ασφαλείας της Πολιτείας, δηλαδή τα εγκλήματα τα συνιστώντα την προδοσίαν της Χώρας (Κεφάλαιον Β΄), μεταξύ των οποίων το σχέδιον κατατάσσει και την επιβουλήν της ακεραιότητος της Χώρας.
2)Εν συνεχεία το κεφάλαιον Γ΄ προβλέπει περί των εγκλημάτων των στρεφομένων κατά ξένων κρατών τελούντων εν ειρήνη μετά της Ελλάδος και ανεγνωρισμένων υπ’ αυτής, υπογραμμιζομένης ούτω της σημασίας των εγκλημάτων τούτων ως πράξεων διακινδυνεύσεως της εξωτερικής ασφαλείας της Πολιτείας.
3)Το επακολουθούν κεφάλαιον Δ΄ προβλέπει αφ’ ενός μέν περί των εγκλημάτων των στρεφομένων κατά των πολιτικών σωμάτων, αφ’ ετέρου δε περί των εγκλημάτων κατά τας εκλογάς. Κοινόν των δύο τούτων κατηγοριών αξιοποίνων πράξεων είναι, ότι συνιστώσι προσβολάς κατά της λαϊκής βάσεως του πολιτικού οργανισμού της Πολιτείας.
4)Το επόμενον κεφάλαιον Ε΄ προνοεί περί των αξιοποίνων πράξεων των στρεφομένων κατά της αυθεντίας της κρατικής εξουσίας, ήτοι των εγκλημάτων της αντιστάσεως, προσβολών κατά του Βασιλέως και του Διαδόχου, στάσεως, ελευθερώσεως των κρατουμένων κλπ.
5)Τα επακολουθούντα κεφάλαια ΣΤ΄ και Ζ΄ περιλαμβάνουν τας αξιοποίνους πράξεις τας συνιστώσας είτε επιβουλήν της δημοσίας τάξεως (την διέγερσιν εις απείθειαν κατά των νόμων και διαταγών της αρχής, την πρόκλησιν και προσφοράν εις εκτέλεσιν κακουργήματος, την σύστασιν και συμμορίαν, την διατάραξιν της κοινής ειρήνης κλπ.), είτε επιβουλήν την θρησκευτικής ειρήνης.
6)Το κεφάλαιον Η΄ προβλέπει περί των εγκλημάτων των αναγομένων εις την εν τω στρατώ υπηρεσίαν και την προς στράτευσιν υποχρέωσιν, υπογραμμιζομένης ούτω της σημασίας την οποίαν το σχέδιον αποδίδει εις την προστασίαν θεσμών εξασφαλιζόντων την στρατιωτικήν παρασκευήν του Έθνους.
7)Επακολουθούν τα κεφάλαια Θ΄ και Ι΄ περιλαμβάνοντα τας αξιοποίνους πράξεις αίτινες στρέφονται κατά της ασφαλείας, των νομικών συναλλαγών, ήτοι τα εγκλήματα περί το νόμισμα (παραχάραξιν, κιβδηλείαν κλπ.) και τα εγκλήματα περί τα υπομνήματα (πλαστογραφίαν, υφαρπαγήν ψευδούς βεβαιώσεως, ψευδείς πιστοποιήσεις, υπεξαγωγήν εγγράφου και μετακίνησιν οροσήμων).
8)Τα επόμενα κεφάλαια ΙΑ΄ και ΙΒ΄ προβλέπουν περί των αξιοποίνων πράξεων, αίτινες στρέφονται κατά της κρατικής διοικήσεως εν ευρυτέρα εννοία, ήτοι αφ’ ενός μεν τα εγκλήματα περί την απονομήν της δικαιοσύνης (ψευδορκίαν, ψευδή ανώμοτον κατάθεσιν, ψευδή καταμήνυσιν, υπόθαλψιν εγκληματίου κλπ.), αφ’ ετέρου δε τα εγκλήματα περί την υπηρεσίαν.
9)Τα κεφάλαια ΙΓ΄ και ΙΔ΄ προνοούν περί των αξιοποίνων πράξεων, αίτινες αποτελούν ούτως ειπείν την μετάβασιν από των εγκλημάτων κατά της κοινωνικής ολότητος εις τα εγκλήματα κατά του ατόμου, ήτοι αφ’ ενός μεν περί των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων κατά της ζωής ή του σώματος ή της περιουσίας (οίον ο εμπρησμός, η πλημμύρα, αι παραβάσεις περί τας εκκρηκτικάς ύλας, η πρόκλησις ναυαγίου, δηλητηρίασις πηγών και τροφίμων, νοθεία τροφίμων κλπ.), αφ’ ετέρου δε περί των εγκλημάτων κατά της ασφαλείας των συγκοινωνιών και των κοινωφελών εγκαταστάσεων.
10)Τα επακολουθούντα κεφάλαια ΙΕ΄ μέχρι ΚΔ΄ προβλέπουν περί των κατά του ατόμου εγκλημάτων και δη:
α΄)Περί εγκλημάτων κατά της ζωής (κεφάλαιον ΙΕ΄).Αι σπουδαιότεραι διαφοραί μεταξύ του ισχύοντος ποινικού νόμου και του σχεδίου είναι αι κάτωθι. Το σχέδιον δεν γνωρίζει φόνον και αναίρεσιν ως δύο διακεκριμένα απ’ αλλήλων εγκλήματα, αλλά διατυποί την ανθρωποκτονίαν εκ προθέσεως ως ενιαίον έγκλημα, ούτινος απλώς ελαφροτέρα μορφή είναι η εν βρασμώ ψυχικής ορμής αποφασισθείσα και εκτελεσθείσα ανθρωποκτονία. Ως ιδιώνυμα εγκλήματα ανθρωποκτονίας, ηπιώτερον τιμωρούμενα, το σχέδιον προβλέπει, αφ’ ενός μεν την παιδοκτονίαν (ην επεκτείνει και επί μη νόθων τέκνων), αφ’ ετέρου δε την ανθρωποκτονίαν εν συναινέσει του ανιάτως πάσχοντος και εξ οίκτου τελουμένην, καθώς επίσης την πράξιν συμμετοχής εις αυτοκτονίαν. Η φαρμακεία ως ίδιον έγκλημα εκλείπει υπαγομένη εις τας γενικάς περί ανθρωποκτονίας ή σωματικών βλαβών διατάξεις. Η έννοια της εκθέσεως διευρύνεται, η δε έννοια της αμβλώσεως διατυπούται ούτως ώστε τετελεσμένη είναι η άμβλωσις μόνον δια της επελεύσεως του θανάτου του εμβρύου. Αντιθέτως δε προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, ουδόλως προνοούντα περί του θέματος, το σχέδιον προβλέπει ως λόγον αποκλείοντα τον άδικον χαρακτήρα της αμβλώσεως αφ’ ενός μεν την περίπτωσιν της ιατρικώς ενδεδειγμένης αμβλώσεως, αφ’ ετέρου δε την περίπτωσιν της ηθικώς ενδεδειγμένης αμβλώσεως.
β΄)Περί σωματικών βλαβών (κεφάλαιον ΙΣΤ΄).
Το σχέδιον ως σωματικήν βλάβην χαρακτηρίζει πάσαν ουσιώδη προσβολήν του σώματος ή της υγείας, ήτοι την σωματικήν κάκωσιν ή την βλάβην της υγείας. Διακρίνει δε τέσσερα είδη σωματικών βλαβών εκ προθέσεως :την απλήν, την επικίνδυνον, την βαρείαν και την θανατηφόρον σωματικήν βλάβην. Ως λόγον αποκλείοντα τον άδικον χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης αναγράφει την συναινέσει του παθόντος επαγομένην και μη αντικειμένην εις τα χρηστά ήθη, ως λόγον δε προσωπικόν απαλλαγής από της ποινής θε
σπίζει, επί απλής επίσης σωματικής βλάβης, το ότι ο δράστης παρεσύρθη εκ δε δικαιολογημένης αγανακτήσεως ένεκα πράξεως του παθόντος κλπ. Τέλος ως ιδιώνυμα εγκλήματα σωματικής βλάβης προβλέπει το σχέδιον την σωματικήν βλάβην ανηλίκων και την συμπλοκήν.
γ΄)Περί μονομαχίας (Κεφάλαιον ΙΖ΄) και περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας (Κεφάλαιον ΙΗ΄). Εν τω κεφαλαίω τούτω περιελήφθησαν και τα εγκλήματα της αυτοδικίας, εξαναγκασμού προς παύσιν εργασίας, της απλής απειλής, της διαταράξεως της οικιακής ειρήνης και της απατηλής διεγέρσεως προς μετανάστευσιν.
δ΄)Περί εγκλημάτων κατά των ηθών (Κεφάλαιον ΙΘ΄) και εγκλημάτων περί τον γάμον και την οικογένειαν. (Κεφάλαιον Κ΄).
ε΄)Περί εγκλημάτων κατά της τιμής (Κεφάλαιον ΚΑ΄) και περί παραβιάσεων ιδιωτικών απορρήτων (Κεφάλαιον ΚΒ΄).
στ΄)Περί εγκλημάτων κατά της περιουσίας, άτινα κατανέμονται εις δύο κεφάλαια, ήτοι το Κεφάλαιον ΚΓ΄ περιλαμβάνον τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και το Κεφάλαιον ΚΔ΄, περιλαμβάνον τα λοιπά κατά της περιουσίας εγκλήματα. Άξια τονισμού σημεία εν τη ρυθμίσει ταύτη είναι κυρίως τα εξής : Αι περιπτώσεις διακεκριμένης κλοπής απλουστεύονται. Ως υπεξαίρεσις δε σαφώς και ρητώς χαρακτηρίζεται και η περίπτωσις καθ’ ην διαθέτει τις προς ίδιον όφελος είτε το ληφθέν τίμημα εμπιστευθέντος εις αυτόν προς πώλησιν ξένου κινητού πράγματος, είτε το κτηθέν κινητόν πράγμα δια χρημάτων ή άλλου πράγματος εμπιστευθέντων εις αυτόν προς αγοράν, ή ανταλλαγήν του κτηθέντος. Εξ άλλου το σχέδκον προβλέπει περί των περιπτώσεων κλοπής και υπεξαιρέσεως ευτελούς αξίας, εφ’ ων υπό ωρισμένους όρους καθιεροί και λόγον ατιμωρήτου της πράξεως, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου. Η διάταξις περί ληστείας εγκαταλείπει την αφόρητον περιπτωσιολογίαν του ισχύοντος ποιν. νόμου, προς ύπαρξιν δε ληστείας απαιτεί, ως επί κλοπής, την αφαίρεσιν του πράγματος. Περαιτέρω το σχέδιον ως ληστείαν χαρακτηρίζει και τον εξαναγκασμόν εις παράδοσιν του πράγματος, την ούτω καλουμένην ληστρικήν εκβίασιν. Ως απάτη εν στενή εννοία χαρακτηρίζεται η επί σκοπώ παρανόμου περιουσιακού οφέλους βλάβη άλλου. Αντιθέτως η δι’ απάτης πρόκλησις απλής βλάβης εις άλλον, άνευ αποκομίσεως αντιστοίχου οφέλους, ανάγεται εις ίδιον έγκλημα. Εν αντιστοιχία δε προς την επί κλοπής και υπεξαιρέσεως ρύθμισιν προβλέπει και περί των περιπτώσεων απάτης ευτελούς αξίας. Περαιτέρω εις ίδια εγκλήματα ανάγονται η δολία αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου και η δολία αποφυγή παροχών. Τέλος.
11)Τα Κεφάλαια ΚΕ΄, ΚΣΤ΄ και ΚΖ΄ περιλαμβάνουν το μεν πρώτον τας διατάξεις περί επαιτείας και αλητείας, το δεύτερον τα περί πταισμάτων και το τρίτον υπό τον τίτλον «τελικαί διατάξεις» περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν διάταξιν αντίστοιχον προς την του άρθρου 697 του ποιν. νόμου, αφ’ ετέρου δε παραπλησίαν διάταξιν αναφορικώς προς τας παραβάσεις διοικητικών νόμων, δι’ ης ορίζεται ότι τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις 6 μηνών ή δια χρηματικής ποινής ο παραβαίνων επιτακτικήν ή απαγορευτικήν διάταξιν διοικητικών νόμων, εάν η οικεία διοικητική διάταξις αναφέρεται ως προς την ποινι-

Σελ. 9
κήν κύρωσιν εις το άρθρο τούτο του ποινικού κώδικος. Ούτω πως καθίσταται δυνατή η εις το μέλλον αποφυγή της αναγραφής ιδίων ποινών δι’ εκάστην παράβασιν, διοικητικών νόμων, καθ’ όσον ο νομοθέτης θα δύναται να ορίζη ότι οι παραβάται αυτών τιμωρούνται με τας ποινάς του εν λόγω άρθρου του ποινικού κώδικος, επιτυγχανομένης ούτω και σημαντικής νομοτεχνικής απλουστεύσεως.
ΙΙΙ.
ΓΕΝΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ
Α΄)Το κεφάλαιον Α΄ υπό τον τίτλον «Ο Ποινικός Νόμος» περιλαμβάνει τας διατάξεις περί χρονικών και τοπικών ορίων των ποινικών νόμων και επεξήγησιν όρων τινών του Κώδικος.
1.Χρονικά όρια. Μετά την αναγραφήν της θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου, ότι ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου, ορίζοντος ταύτην προ της τελέσεως της πράξεως (άρθρ. 1), επακολουθούν τα άρθρα 2-4 , άτινα ρυθμίζουν δια ρητών διατάξεων τα θέματα, αφ’ ενός μεν της αναδρομικής ισχύος των ηπιωτέρων ποινικών νόμων και της ισχύος των καλουμένων προσωρινών ποινικών νόμων, αφ’ ετέρου δε τα της επιβολής των υπό του κώδικος, παραλλήλως προς τας ποινάς, καθοριζομένων μέτρων ασφαλείας.
2.Τοπικά όρια. Μετά την αναγραφήν της βασικής αρχής, ότι επί των πράξεων των τελεσθεισών εν τη ημεδαπή εφαρμογήν έχουν πάντοτε οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι (άρθρον 5) επακολουθούν τα άρθρα 6-11 ρυθμίζοντα τα της ποινικής ευθύνης επί αξιοποίνων πράξεων τελεσθεισών εν τη αλλοδαπή. Και το μεν άρθρον 6 καθιεροί την ποινικήν ευθύνην των ημεδαπών δια τα εν τη αλλοδαπή υπ’ αυτών πραττόμενα κακουργήματα και πλημμελήματα, το δε άρθρον 7 την ποινικήν ευθύνην των αλλοδαπών δια τα καθ’ Έλληνος εν τη αλλοδαπή πραττόμενα κακουργήματα και πλημμελήματα. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ποινική ευθύνη υπάρχει μόνον υπό την προϋπόθεσιν, ότι η εν τη αλλοδαπή τελεσθείσα πράξις είναι αξιόποινος και κατά τους νόμους της χώρας εν η ετελέσθη ή ότι η χώρα εν η ετελέσθη η πράξις είναι πολιτειακώς ασύντακτος. Πάντως εν άρθρω 8 καθορίζονται ωρισμένα εγκλήματα, άτινα τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ανεξαρτήτως των νόμων της χώρας εν η διεπράχθησαν. Περαιτέρω το μεν άρθρον 9 καθορίζει πότε η εν τη αλλοδαπή τελεσθείσα αξιόποινος πράξις παραμένει ακαταδίωκτος, το δε άρθρον 10 ρυθμίζει το θέμα του υπολογισμού των εν τη αλλοδαπή εκτιθεισών ποινών δια πράξιν δι’ ην επηκολούθησεν εν τη ημεδαπή καταδίκη. Τέλος το άρθρον 11 προβλέπει περί επιβολής των υπό της ελληνικής νομοθεσίας καθοριζομένων παρακολούθων ποινών και μέτρων ασφαλείας κατά του εν τη αλλοδαπή εισαχθέντος εις δίκην επί αξιοποίνω τινι πράξει.
3.Το άρθρον 12 περιέχει διάταξιν σαφηνίζουσαν ότι οι ορισμοί του γενικού μέρους του κώδικος εφαρμόζονται και επί αξιοποίνων πράξεων προβλεπομένων εις ειδικούς νόμους, το δε άρθρον 13 περιέχει προσδιορισμόν της εννοίας ωρισμένων όρων των οποίων γίνεται χρήσις εν τω κώδικι.
Β΄)Το κεφάλαιον Β΄ υπό τον τίτλον «η αξιόποινος πράξις» συγκεντρώνει πάσας τας διατάξεις αίτινες αφορώσιν εις τους γενικούς συστατικούς όρους της εννοίας του εγκλήματος.

Σελ. 10

1.Μετά τον ορισμόν της εννοίας του εγκλήματος (άρθρον 14) επακολουθούν τα άρθρα 15-17, άτινα καθορίζουν, αφ’ ενός μεν την έννοιαν του δια παραλείψεως τελουμένου εγκλήματος, αφ’ ετέρου, δε τα του τόπου και χρόνου τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως. Δια των διατάξεων τούτων το σχέδιον καθιεροί νομοθετικώς τας εν τη επιστήμη κρατούσας επί των θεμάτων τούτων απόψεις. Περαιτέρω, το μεν άρθρον 18 περιέχει διάταξιν καθορίζουσαν την διάκρισιν των αξιοποίνων πράξεων εις κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα, το δε άρθρον 10 λύει το ζήτημα του ποινικού χαρακτηρισμού της εκδικασθείσης πράξεως, εις ην περίπτωσιν επεβλήθη υπό του δικαστού ποινή ηπιωτέρα της in abstracto εν τω νόμω καθοριζομένης, ένεκα ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής.
2.Τα επακολουθούντα άρθρα 20-25 ρυθμίζουν τους γενικούς όρους άρσεως του αδίκου χαρακτήρος της τελεσθείσης πράξεως. Μετά την εν άρθρω 20 αναγραφομένην και γενικώς ανεγνωρισμένην βασικήν αρχήν, ότι ο άδικος χαρακτήρ της πράξεως αποκλείεται οσάκις αύτη αποτελεί ενάσκησιν δικαιώματος ή εκπλήρωσιν καθήκοντος επιβαλλομενου εξ οιουδήποτε άλλου τμήματος του δικαίου, δημοσίου ή ιδιωτικού, επακολουθούν διατάξεις ρυθμίζουσαι τα της προσταγής, της αμύνης και της καταστάσεως ανάγκης. Η περί προσταγής διάταξις (άρθρ. 21) απλουστεύει και αποσαφηνίζει την αντίστοιχον διάταξιν του ισχύοντος ποιν. νόμου. Αι περί αμύνης διατάξεις (άρθρα 22-24) αποτελούν σημαντικήν πρόοδον έναντι των αντιστοίχων ορισμών του ισχύοντος ποιν. νόμου. Η διατύπωσις των προϋποθέσεων του δικαιώματος της αμύνης, συμπίπτουσα πλήρως προς την αντίστοιχον διάταξιν του άρθρου 284 του Αστικού Κώδικος, επεκτείνει την δι’ αμύνης προστασίαν επί πάντων των εννόμων αγαθών του προσβαλλομένου ατόμου. Περαιτέρω αι διατάξεις περί των ορίων της αμύνης και της υπερβάσεως αυτών ρυθμίζονται κατά τρόπον αποφεύγοντα υπερβολάς τινας του ισχύοντος ποιν. νόμου και αίρονται τας εν τη ερμηνεία των διατάξεων του ισχύοντος δικαίου ανακυψάσας διαφωνίας ως προς την έκτασιν της ποινικής ευθύνης του υπερβάντος τα όρια της αμύνης. Τέλος, αξία ιδιαιτέρας εξάρσεως είναι η εν τω σχεδίω περιεχομένη ρύθμισις της καταστάσεως ανάγκης. Αντιθέτως δηλαδή προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, διακρίνοντα την κατάστασιν ανάγκης εν στενή εννοία από την ψυχολογικήν βίαν, το σχέδιον περιλαμβάνει υπό την έννοιαν της καταστάσεως ανάγκης και τας περιπτώσεις της ψυχολογικής βίας, ακολουθούν όμως τα πορίσματα της νεωτέρας επιστημονικής ερεύνης, διακρίνει τας περιπτώσεις καταστάσεως ανάγκης αφ’ ενός μεν εις εκείνας αίτινες αποκλείουν τον άδικον χαρακτήρα της πράξεως και αφ’ ετέρου εις εκείνας αίτινες αποκλείουν απλώς τον καταλογισμόν. Την αποκλείουσαν τον άδικον χαρακτήρα της πράξεως κατάστασιν ανάγκης, το σχέδιον ρυθμίζει εν τω άρθρω 25, την αποκλείουσαν αντιθέτως τον καταλογισμόν ρυθμίζει εν άρθρω 32. Βάσει της μεν πρώτης θέτει την αρχήν της σταθμίσεως των εννόμων αγαθών της δε δευτέρας την αρχήν του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, εις τρόπον ώστε κατάστασιν μεν ανάγκης αποκλείουσαν τον άδικον χαρακτήρα της πράξεως συνιστώσιν αι περιπτώσεις, καθ’ ας θυσιάζεται κατώτερον αγαθόν προς συντήρησιν ανωτέρου, ενώ κατάστασιν ανάγκης αποκλείουσαν τον καταλογισμόν συνιστώσιν αι περιπτώσεις καθ’ ας θυσιάζεται αγα-

θόν τι προ συντήρησιν άλλου ίσου αγαθού. Ούτω πως η διάταξις του σχεδίου περί καταστάσεως ανάγκης αποκλειούσης τον άδικον χαρακτήρα συμβαδίζει προς την αντίστοιχον διάταξιν του άρθρου 285 του Αστικού Κώδικος, καλύπτουσα περαιτέρω και το υπό του Κώδικος τούτου καταλειπόμενον κενόν, καθόσον ενώ ο Αστικός Κώδιξ προβλέπει μόνον την περίπτωσιν θυσίας αλλοτρίου πράγματος προς λύτρωσιν από του κινδύνου, το σχέδιον προβλέπει γενικώτερον την θυσίαν οιουδήποτε εννόμου αγαθού, αρκεί το θυσιαζόμενον αγαθόν να είναι κατ’ είδος και σπουδαιότητα σημαντικώς κατώτερον από το δια της θυσίας ταύτης λυτρούμενον εκ του κινδύνου έτερον αγαθόν.
3.Εν τοις άρθροις 26-35 του σχεδίου περιέχονται διατάξεις προβλέπουσαι αφ’ ενός μεν περί της υπαιτιότητος (δόλου και αμελείας), αφ’ ετέρου δε περί των λόγων οίτινες αποκλείουν τον καταλογισμόν της πράξεως εις τον πράξαντα. Εν πρώτοις αναγράφεται (άρθρον 26) η και εν τω ισχύοντι ποιν. νόμω ανεγνωρισμένη βασική αρχή, ότι τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται πραττόμενα εκδόλου, πλην των προβλεπομένων δι’ ωρισμένα πλημμελήματα εξαιρέσεων, τα δε πταίσματα αντιστρόφως. Ακολούθως εν τοις άρθροις 27 και 28 καθορίζονται αι έννοιαι του δόλου και της αμελείας, συμφώνως προς την κρατούσαν πλέον ανεξαρτήτως αγόνων θεωρητικών ερίδων, άποψιν. Περαιτέρω δια του άρθρου 29 πραγματοποιείται καθολικόν της συγχρόνου ποινικής επιστήμης αίτημα, δηλαδή καταργείται η εν τω ισχύοντι ποιν. νόμω καθιερουμένη επί ωρισμένων εγκλημάτων άκρατος εκ του αποτελέσματος ευθύνη και ορίζεται ότι εις τας εξαιρετικάς περιπτώσεις καθ’ ας ο νόμος επιτείνει την ποινήν εάν επέλθη βαρύτερον αποτέλεσμα, τότε μόνον επιβάλλεται η βαρυτέρα ποινή, όταν το βαρύτερον αποτέλεσμα δύναται να αποδοθή εις αμέλειαν του πράξαντος. Εν συνεχεία το άρθρον 30 ρυθμίζει τας περιπτώσεις της πραγματικής πλάνης, επαναλαμβάνον εν πυκνοτέρα και νομοτεχνικωτέρα διατυπώσει τας διατάξεις, των άρθρων 92, 93 και 94 του ισχύοντος ποιν. νόμου. Το δε επακολουθούν άρθρον 31 προβλέπει περί των περιπτώσεων της νομικής πλάνης, δηλαδή αφ’ ενός μεν περί της πλάνης της αφορώσης το αξιόποινον, αφ’ ετέρου δε περί της πλάνης της αφορώσης τον άδικον χαρακτήρα της πράξεως. Και όσον αφορά μεν την πλάνην περί το αξιόποινον επαναλαμβάνεται η διάταξις του άρθρου 91 του ισχύοντος ποιν. νόμου, όσον αφορά δε την πλάνην περί τον άδικον χαρακτήρα το σχέδιον ορίζει, ότι η πράξις δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα αν ούτος γνωρίζη μεν τι πράττει, πεπλανημένως όμως πιστεύει, ότι δικαιούται να προβή εις την πράξιν, ην επιχειρεί, εφ’ όσον η πλάνη του αύτη είναι συγγνωστή. Ούτω πως το σχέδιον ακολουθεί μέσην οδόν μεταξύ των δύο άκρων γνωμών, εκείνης δηλαδή, η οποία εξομοιοί την πλάνην περί τον άδικον χαρακτήρα προς την πραγματικήν και εκείνης η οποία εξομοιοί αυτήν προς την πλάνην περί το αξιόποινον. Το άρθρον 32 ρυθμίζει την κατάστασιν ανάγκης την αποτελούσαν λόγον αποκλείοντα τον καταλογισμόν, ήτοι τας περιπτώσεις, καθ’ ας θυσιάζει τις αλλότριον έννομον αγαθόν προς αποτροπήν κινδύνου απειλούντος το πρόσωπον ή την περιουσίαν ευατού ή ωρισμένων συγγενών αυτού, εφ’ όσον η δια της πράξεως επερχομένη εις τον έτερον βλάβη είναι ανάλογος κατ’ είδος και σπουδαιότητα προς την αποτρεπτέαν. Τα επόμενα άρθρα 33-35 προβλέπουν τους λόγους τους αποκλείοντας την ικανότητα προς
καταλογισμόν, και δη το μεν άρθρον 33 ρυθμίζει τα της ευθύνης των κωφαλάλων, το άρθρ. 34 προβλέπει περί νοσηράς διαταράξεως των ψυχικών λειτουργιών και περί συγχίσεως της συνειδήσεως και τέλος το άρθρον 35 περί της υπαιτίου διαταράξεως της συνειδήσεως, περί των περιπτώσεων δηλαδή της καλουμένης ελευθέρας εν τη αιτία πράξεως, επαναλαμβάνον και σαφώς διατυπώνον το περιεχόμενον της διατάξεως του άρθρου 89 του ισχύοντος ποιν. νόμου, συμπληρώνον δε αυτό και δια προσθήκης διατάξεως προνοούσης περί των περιπτώσεων της ελευθέρας εν τη αιτία πράξεως εξ αμελείας.
4.Ιδιαιτέραν όλως μέριμναν λαμβάνει το σχέδιον δια την ποινικήν μεταχείρισιν, αφ’ ενός μεν των ηλαττωμένης προς καταλογισμόν ικανότητος ατόμων, αφ’ ετέρου δε των ανηλίκων εγκληματιών. Περί των τελευταίων τούτων διέλαβεν ίδιον κεφάλαιον εν τέλει του γενικού μέρους, το Κεφάλαιον ΙΙ (ίδε κατωτέρω). Περί των ηλαττωμένης προς καταλογισμόν ικανότητος εγκληματιών προβλέπουν τα άρθρα 36-41. Αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, όστις απλώς περιορίζεται επί πάσης περιπτώσεως ηλαττωμένης ικανότητος προς καταλογισμόν να επιβάλλη ελάττωσιν της ποινής, άνευ οιασδήποτε μερίμνης προς αντιμετώπισιν των ψυχικώς ανωμάλων επικινδύνων εγκληματιών, το σχέδιον ακολουθεί την εξής οδόν. Τους μη επικινδύνους εις την δημοσίαν ασφάλειαν ηλαττωμένης προς καταλογισμόν ικανότητος εγκληματίας υποβάλλει εις ποινήν ηλαττωμένην, εκτιομένην οσάκις η κατάστασις του καταδίκου επιβάλλει ιδιάζουσαν μεταχείρισιν ή μέριμναν, εις ιδιαίτερα ψυχιατρικά καταστήματα ή ψυχιατρικά παραρτήματα των φυλακών (άρθρα 36 και 37). Τουναντίον δια τους επικινδύνους εις την δημοσίαν ασφάλειαν ηλαττωμένης ικανότητος εγκληματίας προβλέπει ως ποινήν τον περιορισμόν εντός ψυχιατρικού καταστήματος ή ψυχιατρικού παραρτήματος φυλακής, κατά το σύστημα της σχετικώς αορίστου καταδίκης (άρθρα 38-40). Εν τη καταδικαστική δηλαδή αποφάσει καθορίζεται μόνον το ελάχιστον όριον διαρκείας του περιορισμού, το δε μέγιστον όριον διαρκείας του περιορισμού καθορίζεται μεταγενεστέρως υπό του δικαστηρίου των πλημμελειοδικών, εις ου την περιφέρειαν εκτελείται η ποινή. Πάντως όμως ο περιορισμός, μετά την λήξιν του εν τη δικαστική αποφάσει καθορισθέντος ελαχίστου ορίου δεν δύναται να εξακολουθήση πέραν των δέκα ετών επί πλημμελημάτων και των 15 ετών επί κακουργημάτων. Εξ άλλου, παραλλήλως προς την καταδίκην εις τον κατά τα άνω περιορισμόν, το δικαστήριον εν τη αυτή αποφάσει προσδιορίζει και συνήθη ποινήν φυλακίσεως ή καθείρξεως, ήτις αντικαθιστά την ποινήν του περιορισμού, εάν το πλημμελειοδικείον κατά την δίοδον της εκτίσεως του περιορισμού κρίνη, μετά γνωμοδότησιν ειδικών εμπειρογνωμόνων, ότι η παραμονή του καταδίκου εν τω ψυχιατρικώ καταστήματι δεν είναι πλέον αναγκαία. Δια της ρυθμίσεως ταύτης το σχέδιον ακολουθεί μέσην οδόν μεταξύ δύο άλλων συστημάτων, άτινα καθιερούνται εις ξένας νομοθεσίας, δηλαδή αφ’ ενός μεν του εις τας πλείστας νομοθεσίας ακολουθουμένου δυαδικού συστήματος ποινής ηλαττωμένης και μετά την έκτισιν αυτής μέτρου ασφαλείας αορίστου διαρκείας εις ψυχιατρικόν κατάστημα, και αφ’ ετέρου του συστήματος του ελβετικού ποινικού κώδικος, προβλέποντος επιβολήν ηλατ-

Σελ. 11
τωμένης ποινής και μέτρου ασφαλείας αορίστου διαρκείας, ούτινος η εκτέλεσις προηγείται, αναστελλομένης της εκτίσεως της ποινής και επαφιεμένης εις την κρίσιν του δικαστηρίου, όπως μετά την παύσιν του μέτρου ασφαλείας αποφανθή, άν και εν τίνι μέτρω πρέπη να εκτελεσθή η ποινή. Τέλος εν άρθρω 41 λαμβάνεται πρόνοια περί των ηλαττωμένης ικανότητος προς καταλογισμόν, οίτινες συγχρόνως είναι και καθ’ έξιν εγκληματίαι.
Γ΄)Το Κεφάλαιον Γ΄ ρυθμίζει τα της αποπείρας και συμμετοχής εις το έγκλημα.
1.Απόπειρα.Μετά τον εν άρθρω 42 ορισμόν της εννοίας της αποπείρας επαναλαμβάνοντα ισχύον δίκαιον, επακολουθούν τα άρθρα 43 περί απροσφόρου αποπείρας και 44 περί εκουσίας υπαναχωρήσεως. Αι από του ισχύοντος ποιν. νόμου διαφοραί του σχεδίου είναι αι εξής:α)αντιθέτως προς το ισχύον δίκαιον τιμωρούν μόνον την λόγω μέσου απολύτως απρόσφορον απόπειραν, το σχέδιον τιμωρεί και την λόγω αντικειμένου τοιαύτην. Εξ άλλου όμως πάλιν αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, τιμωρούντα την απρόσφορον απόπειραν με ίσην ποινήν προς την επί προσφόρου αποπείρας προβλεπομένην, το σχέδιον τιμωρεί την απρόσφορον απόπειραν με το ήμισυ της ποινής, ήτις προβλέπεται δια την πρόσφορον απόπειραν, β)αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον δεχόμενον εκουσίαν υπαναχώρησιν μόνον επί της μη πεπερασμένης αποπείρας, το σχέδιον λαμβάνει υπ’ όψιν την υπαναχώρησιν και επί πεπερασμένης αποπείρας και δη κατ’ αρχήν μεν ως λόγον μειώσεως της ποινής, κατά την ελευθέραν δ’ εκτίμησιν του δικαστηρίου και ως λόγον πλήρους απαλλαγής από της ποινής και γ)αντιθέτως προς το ισχύον δίκαιον αναγράφον την ηπιωτέραν τιμωρίαν της αποπείρας ως υποχρεωτικήν εν πάση περιπτώσει δια τον δικαστήν, το σχέδιον καθιεροί μεν κατ’ αρχήν την ηπιωτέραν τιμωρίαν της αποπείρας, επιτρέπει όμως εις τον δικαστήν να επιβάλη την πλήρην ποινήν (εξαιρουμένης της ποινής του θανάτου), οσάκις κρίνει, ότι η ηπιωτέρα ποινή της αποπείρας δεν αρκεί δια να αποτρέψη τον υπαίτιον από της τελέσεως άλλων αξιοποίνων πράξεων. Εξ άλλου όμως πάλιν επιτρέπει το σχέδιον εις τον δικαστήν να κρίνη ατιμώρητον πάσαν απόπειραν πλημμελήματος ήττονος σημασίας, ήτοι τιμωρουμένου εν τω νόμω δια ποινής φυλακίσεως το πολύ τριών μηνών.
2.Συμμετοχή.Αι περί ταύτης διατάξεις του σχεδίου (άρθρα 45-49) περιέχουν ρύθμισιν απλουστεύουσαν και ανακαινίζουσαν τον ισχύοντα ποιν. νόμον. Εν πρώτοις ως μορφαί συμμετοχής εις το έγκλημα, συμφώνως προς το κρατούν και εις τας πλείστας ξένας νομοθεσίας σύστημα, αναγνωρίζονται τρεις, ήτοι η συναυτουργία, η ηθική αυτουργία και η συνέργεια. Αι πεπαλαιωμέναι πλέον διατάξεις του ημετέρου ποιν. νόμου περί συστάσεως και συμμορίας ως μορφών συμμετοχής εις το έγκλημα δεν επαναλαμβάνονται εν τω σχεδίω. Αντιθέτως τούτο περιλαμβάνει διάταξιν εις το ειδικόν μέρος ανάγουσαν εις ίδιον έγκλημα και τιμωρούσαν εκείνον, όστις μετ’ άλλου συμφωνεί την διάπραξιν ωρισμένου τινός κακουργήματος ή ενούται προς διάπραξιν πλειόνων κακουργημάτων, άτινα δεν καθωρίσθησαν ειδικώς. Ειδικώτερον : το άρθρ. 45 καθορίζει, συμφώνως προς την γενικώς παραδεδεγμένην άποψιν ότι συναυτουργία υπάρχει,

Σελ. 12

οσάκις πλείονες από κοινού εξετέλεσαν αξιόποινόν τινα πράξιν, όπερ σημαίνει αφ’ ενός μεν κοινόν των συμπραττόντων δόλον, αφ’ ετέρου δε αυτοπρόσωπον και άμεσον σύμπραξιν εν τη τελέσει της κυρίας πράξεως. Το άρθρ. 46 εν μέν τη § 1 προβλέπει περί του ηθικού αυτουργού και του αναγκαίου συνεργού, ορίζον ότι και ούτοι τιμωρούνται με την ποινήν του αυτουργού, εν δε τη § 2 περιλαμβάνει διάταξιν, ρυθμίζουσαν το περιμάχητον ζήτημα της ποινικής ευθύνης του agent provocateur. Και όσον αφορά μέν εις τον ηθικόν αυτουργόν το σχέδιον διαφέρει από τον ισχύοντα ποιν. νόμον κατά τα εξής σημεία :α)αντί της περιοριστικής μνείας των μέσων ηθικής αυτουργίας, το σχέδιον ορίζει γενικώς, ότι ηθικός αυτουργός είναι ο προκαλέσας παρ’ άλλω την απόφασιν τελέσεως της εγκληματικής πράξεως, εις τρόπον ώστε εις εκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν θέλει κρίνη ο δικαστής αν συνεπεία της παρακινήσεως του ηθικού αυτουργού παρήχθη ή όχι παρ’ άλλω η εγκληματική απόφασις, β)την πεπαλαιωμένην διάταξιν του άρθρ. 48 του ποιν. νόμου περί τιμωρίας του παρακινήσαντος με την ποινήν της αποπείρας, αν η πράξις δεν εξετελέσθη, το σχέδιον δεν επαναλαμβάνει. Περιλαμβάνει όμως εν τω ειδικώ μέρει διάταξιν, δια της οποίας ανάγει εις ίδιον έγκλημα την πρόκλησιν ή παρότρυνσιν ή προσφοράν εις διάπραξιν κακουργήματος, καθώς επίσης την αποδοχήν της τοιαύτης προκλήσεως ή προσφοράς. Όσον αφορά δε εις την αναγκαίαν συνέργειαν, το σχέδιον περιορίζει ταύτην μόνον εις τας περιπτώσεις παροχής αμέσου συνδρομής κατά την τέλεσιν και εν τη εκτελέσει της κυρίας πράξεως. Περί της απλής συνεργείας προβλέπει το άρθρ. 47.Αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, αναγνωρίζοντα συνέργειαν και μετά την τέλεσιν του εγκλήματος, το σχέδιον περιορίζει την συνέργειαν μόνον εις τας περιπτώσεις παροχής συνδρομής προ ή κατά την τέλεσιν της πράξεως. Τας συνηθεστέρας όμως περιπτώσεις συνδρομής εις τον αυτουργόν παρεχομένης μετά την πράξιν, ήτοι την υπόθαλψιν του εγκληματίου και την αποδοχήν και διάθεσιν των προϊόντων του εγκλήματος, προβλέπει και τιμωρεί το σχέδιον ως ίδια εγκλήματα εν τω ειδικώ μέρει. Η ποινή του απλού συνεργού κατ’ αρχήν είναι ηπιωτέραν της του αυτουργού, επιτρέπει όμως το σχέδιον εις τον δικαστήν, ως πράττει και επί αποπείρας, να καταγνώση πλήρη την ποινήν (εξαιρουμένης της του θανάτου), εάν κρίνη ότι η ηλαττωμένη ποινή δεν αρκεί δια να αποτρέψη τον συνεργόν από νέων εγκλημάτων.
Τέλος αξία ιδιαιτέρου τονισμού είναι η δια της ρυθμίσεως του σχεδίου επερχομένη εγκατάλειψις του εν τω ισχύοντι ποιν. νόμω κρατούντος άκρως παρακολουθηματικού χαρακτήρος της ηθικής αυτουργίας και συνεργείας. Αντιθέτως δηλαδή προς το ισχύον δίκαιον, κατά το σχέδιον, ίνα χαρακτηρισθή τις ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός (αναγκαίος ή απλούς) αρκεί, ότι ο αυτουργός εκτελεί πράξιν άδικον συνιστώσαν την αντικειμενικήν υπόστασιν ωρισμένου εγκλήματος, χωρίς να απαιτήται, όπως η πράξις αύτη δύναται να καταλογισθή εις τον αυτουργόν ως εκ δόλου πηγάζον έγκλημα. Προς πλήρη δε διασάφισιν της μεταβολής αυτής, το σχέδιον περιλαμβάνει και ιδιαιτέραν διάταξιν εν άρθρω 48, ορίζουσαν ότι το αξιόποινον του ηθικού αυτουργού ή συνεργού είναι ανεξάρτητον από το αξιόποινον του εκτελέσαντος την πράξιν. Τέλος εν άρθρω 49 το σχέδιον ρυθμίζει, δια ρητών αυτού διατάξεων,συμφώνως προς την κρατούσαν άποψιν, το περίπλοκον ζήτημα των ιδιαιτέρων ιδιοτήτων, σχέσεων ή άλλων περιστάσεων, αίτινες θεμελιώνουν το αξιόποινον ή
μειώνουν, επιτείνουν ή αποκλείουν την ποινήν, οσάκις αύται συντρέχουν εν τω προσώπω ενός μόνον εκ των συμμετόχων του εγκλήματος.
Δ΄)Το κεφάλαιον Δ΄ περιλαμβάνει τας διατάξεις περί ποινών και μέτρων ασφαλείας.
1.Εξαιρουμένης της ποινής του περιορισμού εντός ψυχιατρικού καταστήματος των ηλαττωμένης προς καταλογισμόν ικανότητος, περί ης εγένετο ανωτέρω λόγος (στοιχείον Β 4) και της ποινής του περιορισμού εντός σωφρονιστικού καταστήματος των εφήβων, (περί ης ίδε κατωτέρω στοιχείον ΙΙ), το σχέδιον διατηρεί το ισχύον σύστημα κυρίων ποινών (άρθρα 50-58), με τας εξής αποκλίσεις :α)αντί της ποινής των προσκαίρων δεσμών και της ειρκτής, το σχέδιον προβλέπει ενιαίαν ποινήν προσκαίρου καθείρξεως, διαρκείας 5-20 ετών, διακρίνει δε εν τω ειδικώ μέρει αυτού άλλα μεν κακουργήματα άτινα τιμωρεί με κάθειρξιν μέχρι 10 ετών, και άλλα άτινα τιμωρεί με κάθειρξιν μέχρις 20 ετών. β΄) προκειμένου περί των καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα εγκληματιών των επικινδύνων εις την δημοσίαν ασφάλειαν το σχέδιον, αντί της συνήθους προσκαίρου καθείρξεως, προβλέπει κάθειρξιν σχετικώς αορίστου διαρκείας κατά τα κατωτέρω εκτιθεμένα (ίδε στοιχείον Ε΄ 2), γ΄)αναφορικώς προς την ποινήν φυλακίσεως το σχέδιον αναβιβάζει τον ελάχιστον όρον ταύτης εις 10 ημέρας, ακολουθούν εν τούτω την σχεδόν γενικήν και εύλογον τάσιν των νεωτέρων ποινικών νομοθεσιών, προς καθορισμόν ελαχίστου ορίου φυλακίσεως από μιας εβδομάδος και πλέον, δ΄)τα ποσά των χρηματικών ποινών και προστίμου νοούνται εις μεταλλικάς δραχμάς (άρθρ. 57), ρητή δε αναγράφεται εν τω σχεδίω διάταξις περί του ότι αι ποιναί εις χρήμα εν ουδεμιά περιπτώσει εκτελούνται κατά των κληρονόμων του καταδικασθέντος (άρθρ. 58).
2.Ως παρεπομένας ποινάς το σχέδιον προβλέπει α΄)την αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρ. 59-66), β΄) την απαγόρευσιν ασκήσεως του επαγγέλματος (άρθρ. 67) και γ΄)την δημοσίευσιν της καταδικαστικής αποφάσεως (άρθρ. 68).
3.Παραλλήλως προς το σύστημα ποινών, το σχέδιον ακολουθούν την εν ταις συγχρόνοις ποινικαίς νομοθεσίαις γενικευθείσαν πλέον αρχήν, καθιεροί και σύστημα μέτρων ασφαλείας. Το χαρακτηριστικόν γνώρισμα πάντων των μέτρων τούτων είναι, ότι αντιθέτως προς την ποινήν ενέχουσαν αποδοκιμασίαν του δράστου υπό της εννόμου τάξεως, ταύτα συνιστώσιν απλήν φυσικήν προφύλαξιν της κοινωνίας από του κινδύνου τον οποίον ενέχει η προσωπικότης του δράστου ή η ύπαρξις ωρισμένων αντικειμένων. Τοιαύτα δε μέτρα το σχέδιον προβλέπει τα εξής:α΄)την φύλαξιν των ακαταλογίστων επικινδύνων εις την δημοσίαν ασφάλειαν εγκληματιών εις δημόσιον θεραπευτικόν κατάστημα (άρθρα 69 και 70), την εισαγωγήν εις θεραπευτικόν κατάστημα επί χρονικόν διάστημα το πολύ δύο ετών, αλκοολικών και τοξικομανών καταδίκων μετά την έκτισιν της ποινής των (άρθρ. 71), γ΄) την παραπομπήν δια χρονικόν διάστημα 1-5 ετών εις κατάστημα εργασίας μετά την έκτισιν της ποινής φυλακίσεως, εις ην κατεδικάσθησαν, εκείνων των οποίων το έγκλημα δύναται να αποδοθή εις την φυγοπονίαν ή την προς τον άτακτον βίον ροπήν αυτών (άρθρ. 72), δ΄) την απαγόρευσιν διαμονής (άρθρ. 73), ε΄) την απέλασιν αλλοδαπού (άρθρ. 74) και στ΄) την δήμευσιν ωρισμένων αντικειμένων (άρθρ. 76).
4.Το κεφάλαιον κλείουν αι διατάξεις των άρθρων 77 και 78 αφορώσαι εις την εκ του εγκλήματος πηγάζουσαν ιδιωτικήν αξίωσιν προς αποζημίωσιν.
Ε΄)Το κεφάλαιον Ε΄ ρυθμίζει καθόλου τα της επιμετρήσεως της ποινής. Ειδικώτερον δε:
1.Εν άρθρ. 79-87 περιλαμβάνονται οι γενικοί περί επιμετρήσεως της ποινής κανόνες, και δη: α΄) η περί δικαστικής επιμετρήσεως της ποινής διάταξις του άρθρ. 79, ήτις και δύναται να θεωρηθή ως περιέχουσα εν συμπεπυκνωμένη μορφή τας κατευθυντηρίους γραμμάς του όλου σχεδίου. Δια της διατάξεως ταύτης τονίζεται, ότι εν τω προσδιορισμώ υπό του δικαστού του προσήκοντος εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει μεγέθους ποινής πρέπει να σκοπήται αφ’ ενός μεν η βαρύτης του τελεσθέντος εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε η προσωπικότης του εγκληματήσαντος ατόμου. Επεξηγείται δε περαιτέρω εν τω σχεδίω τι πρέπει να σταθμίζη ο δικαστής δια την εκτίμησιν των δύο τούτων στοιχείων προσδιορισμού της ποινής, β΄)αι διατάξεις των άρθρ. 80 και 81αφορώσαι εις την επιβολήν των ποινών εις χρήμα. Δια των διατάξεων τούτων αφ’ ενός μεν τίθεται η αρχή, ότι εν τη επιμετρήσει της χρηματικής ποινής και του προστίμου πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψιν οι οικονομικοί όροι του καταδικασθέντος και των εις βάρος αυτού μελών της οικογενείας του, αφ’ ετέρου δε παρέχεται εις τον δικαστήν η εξουσία, όπως προς επίτευξιν των σκοπών της ειδικής προλήψεως καταγνώση αθροιστικώς ποινήν εις χρήμα και στερητικήν της ελευθερίας, έστω και αν ο νομος απειλή αυτάς διαζευκτικώς, καθώς επίσης όπως καταγνώση ποινήν εις χρήμα έστω και αν εν τω νόμω δεν προβλέπεται τοιαύτη δια το τελεσθέν έγκλημα ή να καταγνώση ποινήν εις χρήμα επηυξημένην, οσάκις το έγκλημα επήγασεν εκ φιλοκερδείας, γ΄) η διάταξις του άρθρου 82 δια της οποίας ρυθμίζεται επί νέων βάσεων ο θεσμός της μετατροπής ποινής στερητικής της ελευθερίας μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας εις χρηματικήν ποινήν ή πρόστιμον. Δια της ρυθμίσεως ταύτης ή μετατροπή των ποινών αποβάλλει τον αντιεπιστημονικόν χαρακτήρα της οιονεί εξαγοράς, τον οποίον φέρει εν τω ισχύοντι δικαίω και αποβαίνει, ων είναι ορθόν, μέσον αποφυγής των ατόπων των βραχυχρονίων στερητικών της ελευθερίας ποινών και μέσον προλήψεως νέων εγκλημάτων, δ΄) η διάταξις του άρθρ. 83 δια της οποίας καθορίζεται το μέτρον μειώσεως της ποινής, εις ας περιπτώσεις προβλέπεται εν τω γενικώ μέρει του κώδικος λόγος ελαττώσεως της ποινής, ήτοι επί αποπείρας, ηλαττωμένης ικανότητος προς καταλογισμόν, συνεργείας κλπ. Ο καθορισμός δε της ελαττώσεως γίνεται κατά τρόπον απλούστερον, από τον ισχύοντα σήμερον, αποφευγομένων των εις κλάσματα υπολογισμών, ε΄) η διάταξις του άρθρ. 84 δια της οποίας ορίζεται μείωσις της ποινής κατά το άρθρον 83 και οσάκις το δικαστήριον κρίνη, ότι συντρέχουν ελαφρυντικαί περιστάσεις, τας κυριωτέρας των οποίων και μνημονεύει ενδεικτικώς το σχέδιον, υποδεικνύον ούτω σαφώς εις τον δικαστήν το κριτήριον εκτιμήσεως των καθ’ έκαστον περιστάσεων ως ελαφρυντικών, όπερ έχει σημασίαν και δια την ορθήν εφαρμογήν της γενικής διατάξεως του άρθρ. 79 περί δικαστικής επιμετρήσεως της ποινής, και στ΄) αι διατάξεις των άρθρων 85, 86 και 87 δια των οποίων ρυθμίζονται τα θέματα της συρροής πλειόνων λόγων μειώσεων της ποινής, της επιβολής της θανατικής ποινής και του υπολογισμού του χρόνου προφυλακίσεως.
2.Τα άρθρα. 88-93 προβλέπουν περί της ποινικής

Σελ. 13
μεταχειρίσεως των υποτρόπων και των καθ’ έξιν εγκληματιών :α)ως προς την υποτροπήν το σχέδιον διακρίνει μεταξύ υποτροπής επί εγκλημάτων πηγαζόντων εκ δόλου και υποτροπής επί εγκλημάτων πηγαζόντων εξ αμελείας. Επί των πρώτων περιπτώσεων (άρθρα 88 και 89) το σχέδιον ακολουθεί το σύστημα της γενικής υποτροπής αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον ακολουθούντα το σύστημα της ειδικής υποτροπής. Την υποτροπήν δε το σχέδιον ανάγει εις λόγον επιτάσεως της ποινής, επιτρέπον εις τον δικαστήν να φθάση μέχρι του ανωτάτου ορίου του είδους της δια το τελεσθέν έγκλημα προβλεπομένης ποινής και ορίζον ότι επί τρίτης και πάσης περαιτέρω υποτροπής επιβάλλεται κάθειρξις μέχρι 10 ετών, εάν η τελεσθείσα πράξις απειλήται εν τω νόμω δια φυλακίσεως μείζονος των εξ μηνών. Επί των περιπτώσεων της υποτροπής εξ αμελείας το σχέδιον ακολουθεί το σύστημα της ειδικής υποτροπής με τινα διεύρυνσιν, απαιτούν όπως το καθ’ υποτροπήν τελούμενον νέον πλημμέλημα είναι το αυτό ή συγγενές προς το προηγούμενον β)ως προς τους καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα εγκληματίας τους επικινδύνους εις την δημοσίαν ασφάλειαν, το σχέδιον (άρθρα 90 92) προβλέπει ποινήν σχετικώς αορίστου καθείρξεως, ακολουθούν την από μακρού εν τη επιστήμη δι’ ακλονήτων επιχειρημάτων υποστηριζομένην άποψιν, εν αντιθέσει προς το εις άλλας νομοθεσίας καθιερούμενον άσκοπον και πολυδάπανον δυαδικόν σύστημα, ποινής αφ’ ενός και μετ’ αυτήν ασφαλιστικής κρατήσεως αορίστου διαρκείας (ίδε σχετικώς και αιτιολογίας του αναθεωρήσαντος σχεδίου 1937 σελ. 17-19).
3.Τα επακολουθούντα άρθρα 94-98 ρυθμίζουν τα της συρροής εγκλημάτων. Αντιθέτως προς τον ισχύοντα ποιν. νόμον, ακολουθούντα επί πάσης περιπτώσεως συρροής το σύστημα συγχωνεύσεως των ποινών, το σχέδιον διακρίνει τας περιπτώσεις της πραγματικής από τας περιπτώσεις της κατ’ ιδέαν συρροής. Επί των πρώτων περιπτώσεων το σχέδιον καθιεροί το σύστημα της νομικής σωρεύσεως επιβάλλον μίαν συνολικήν ποινήν αποτελουμένην εκ της βαρυτέρας των συντρεχουσών ποινών επαυξανομένης καθ’ ωρισμένον ποσοστόν. Επί των περιπτώσεων της κατ’ ιδέαν συρροής το σχέδιον καθιεροί το σύστημα της αναλόγου επιτάσεως, επιβάλλον επαύξησιν της βαρυτέρας εκ των συντρεχουσών ποινών, ουχί όμως πέραν του ανωτάτου ορίου του είδους αυτής. Περαιτέρω το σχέδιον εν άρθρω μεν 97 καθορίζει ως περιπτώσεις συρροής και θέματα περί ων υπό το κράτος του ισχύοντος ποιν. νομου ηγέρθησαν αμφισβητήσεις και εδόθησαν ήκιστα ικανοποιητικαί λύσεις. Εν άρθρω δε 98 προβλέπει περί του κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος, ορίζον ότι επ’ αυτού το δικαστήριον, αντί να εφαρμόση το επί πραγματικής συρροής προβλεπόμενον μέτρον ποινής, δύναται να καταγνώση μίαν και μόνον ποινήν εν τη επιμετρήσει της οποίας λαμβάνεται υπ’ όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων.
ΣΤ΄)Το κεφάλαιον ΣΤ΄ ρυθμίζει τους θεσμούς της υπό όρον αναστολής της ποινής (άρθρα 99-104) και της υπό όρον απολύσεως του καταδίκου (άρθρα 105-110) εναρμονίζον αμφοτέρους τους θεσμούς προς το όλον πνεύμα του σχεδίου, δηλαδή την προσαρμογήν της ποινικής μεταχειρίσεως εις την προσωπικότητα του εγκληματήσαντος ατόμου.

Σελ. 14

Ζ)Το κεφάλαιον Ζ΄ περιλαμβάνει τας διατάξεις περί παραγραφής και παραιτήσεως από της εγκλήσεως ως λόγων εξαλειφόντων το αξιόποινον.
1.Αι περί παραγραφής διατάξεις ρυθμίζουν τόσον την παραγραφήν των εγκλημάτων (άρθρα 111-113) όσον και την παραγραφήν των καταγνωσθεισών ποινών (άρθρα 114-116). Άξια τονισμού σημεία κυρίως είναι τα εξής:
α)Αι προθεσμίαι της παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων απλουστεύονται και προσαρμόζονται προς την βαρύτητα του εγκλήματος, ουδεμιάς διακρίσεως γενομένης μεταξύ κατ’ έγκλησιν ή εξ επαγγέλματος διωκομένων αδικημάτων.
β)Θεσμόν διακοπής της παραγραφής δεν αναγνωρίζει το σχέδιον, καθόσον τοιούτος θεσμός δεν συμβιβάζεται με την φύσιν της παραγραφής εν τω ποιν. δικαίω, της οποίας το νόημα είναι η αποφυγή του ατόπου, όπως μεταξύ του τελεσθέντος εγκλήματος και του ποινικού κολασμού του δράστου παρεμβάλλεται παραλόγως μέγα χρονικόν διάστημα.
γ)Το σχέδιον τουναντίον περιλαμβάνει διατάξεις περί αναστολής της παραγραφής, πληρούν ούτω σημαντικόν κενόν του ισχύοντος ποιν. νόμου.
2.Ως προς την παραίτησιν από της εγκλήσεως (άρθρα 117-120) άξια σημειώσεως νέα στοιχεία εν τη ρυθμίσει του θέματος υπό του σχεδίου είναι ιδίως τα κάτωθι:
α)ότι καθιερούται ειδική προθεσμία δια την έγκλησιν, ης παρερχομένης απράκτου εξαλείφεται το αξιόποινον. Το αυτό δε αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ενώπιον της αρμοδίας αρχής ρητή δήλωσις παραιτήσεως από του δικαιώματος της εγκλήσεως, β) ότι μετά τον θάνατον του παθόντος το προς έγκλησιν δικαίωμα μεταβιβάζεται εις τον επιζήσαντα σύζυγον και τα τέκνα αυτού, εν ελλείψει δε τούτων εις τους γονείς αυτού.
Η)Το γενικόν μέρος του σχεδίου κλείει το κεφάλαιον Η΄ (άρθρ. 121-133) ρυθμίζον τα της ποινικής μεταχειρίσεως των ανηλίκων εγκληματιών. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ρυθμίσεως ταύτης είναι τα εξής:
1.Το όριον του απολύτως ανευθύνου αναβιβάζεται από του 10ου έτους εις το 12ον έτος συμπεπληρωμένον. Οι άγοντες δε το 7ον μέχρι του 12ου συμπεπληρωμένου παίδες υποβάλλονται μόνον εις αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα (άρθρ. 122-125).
2.Το όριον του σχετικώς υπευθύνου αναβιβάζεται από του 14ου εις το 17ον έτος συμπεπληρωμένον. Οι άγοντες το 14ον έτος της ηλικίας των μέχρι του 17ου συμπεπληρωμένου έφηβοι δύνανται να υποβληθούν εις ποινικόν σωφρονισμόν κατά το κάτωθι σύστημα. Το τυπικόν κριτήριον του ισχύοντος ποιν. νόμου, όπερ διετήρει και ο νόμος 5098 του 1931, αν ο έφηβος ενήργησε μετά διακρίσεως ή όχι, εγκαταλείπεται υπό του σχεδίου, ακολουθείται δε η υπό του ελβετικού ποινικού κώδικος του 1937 και υπό της γαλλικής ordonance relative a l’ enfance delinquante της 2 Φεβρουαρίου 1945 καθιερωθείσα και υπό της επιστήμης υποστηριζομένη λύσις. Κατ’ αυτήν επαφίεται εις τον δικαστήν εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει να κρίνη εν όψει των περιστάσεων, υφ’ ας ετελέσθη η πράξις και της όλης προσωπικότητος του εγκληματήσαντος εφήβου, αν είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός δια την συγκράτησιν αυτού από της τελέσεως νέων εγκλημάτων, ή μήπως αρκούν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα .Εάν το δικαστήριον κρίνη ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του εφήβου, καταδικάζει τούτον εις περιορισμόν εντός σωφρονιστικού καταστήματος κατά το σύστημα της
σχετικώς αορίστου ποινής, όπερ ορθώς είχε καθιερώσει ο νόμος 5098 του 1931 (ίδε άρθρον 127 του σχεδίου εν συνδυασμώ προς το άρθρον 54).
3.Περαιτέω ρυθμίζονται εν άρθρω μεν 129 η υπό όρον απόλυσις, εν άρθροις δε 130, 131 και 132 ειδικά τινα θέματα εμφανιζόμενα, οσάκις ο ανήλικος εισάγεται εις δίκην μετά την συμπλήρωσιν του 17ου έτους ή η απόφασις πρόκειται να αρχίση εκτελουμένη μετά την συμπλήρωσιν του έτους τούτου καθώς επίσης θέματα σχέσιν έχοντα με την συρροήν εγκλημάτων. Τέλος το σχέδιον ακολουθούν το παράδειγμα του ελβετικού ποινικού κώδικος, προβλέπει και περί των ανηλίκων εγκληματιών μετεφηβικής ηλικίας (δηλαδή από του 18ου μέχρι του 21ου έτους) δια τους οποίους επιτρέπει εις τον δικαστήν, όπως επιβάλη ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 133).
IV
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Δια του άρθρ. 460 του τρίτου βιβλίου ορίζεται το χρονικόν σημείον της ενάρξεως της ισχύος του ελληνικού ποινικού κώδικος, αφιεμένου ικανού χρονικού διαστήματος από της δημοσιεύσεώς του. Το τοιούτον εκρίθη αναγκαίον ίνα προ παντός οι μέλλοντες να εφαρμόσουν τούτον δικασταί και δικηγόροι κατατοπισθώσιν εις τας σπουδαίας μεταβολάς άτινας επιφέρει εις την σήμερον ισχύουσαν νομοθεσίαν, αλλά και δια να δοθή ο απαιτούμενος χρόνος εις την Πολιτείαν όπως παρασκευάση την εφαρμογήν αυτού, λαμβάνουσα προς τούτο τ’ απαιτούμενα, ιδίως διοικητικά μέτρα.
Δια του άρθρ. 461 καταργείται, ως εικός, ο ισχύων ποινικός νόμος, ως ούτος έχει επανειλημμένως τροποποιηθή, δεδομένου ότι πάντα τα εν αυτώ θέματα ρυθμίζονται πλέον δια του νέου κώδικος.
Δια του άρθρ. 462 καθορίζεται ότι αι υπό του στρατιωτικού ποινικού κώδικος ή ειδικών νόμων παραπομπαί εις άρθρα του καταργουμένου ποινικού νόμου θεωρούνται γενόμεναι εις τας αντιστοίχους διατάξεις του νέου κώδικος και τούτο προς αποφυγήν συγχίσεως ή και αμφιβολίας, ήτις θα ήτο δυνατόν να προκύψη εν τη εφαρμογή.
Το άρθρον 463 καθορίζει ότι αι απειλούμεναι εις τους παραμένοντας εν ισχύϊ ειδικούς νόμους ποιναί στερήσεως της ελευθερίας εφαρμόζονται, συμφώνως προς τα άρθρα 51-55 του ποινικού κώδικος, και ότι η ειρκτή και τα πρόσκαιρα δεσμά αντιστοιχούν εις την πρόσκαιρον κάθειρξιν (δοθέντος ότι ο νέος κώδιξ κατήργησε την διάκρισιν της ειρκτής και προσκαίρων δεσμών προβλέπων γενικώς πρόσκαιρον κάθειρξιν), τα δε ισόβια δεσμά προς την ισόβιον κάθειρξιν.
Δια του άρθρ. 464 ορίζεται ότι τα παρά των ειδικών νόμων οριζόμενα όρια ποινών παραμένουν εν ισχύϊ. Δια τούτου νοείται προσέτι ότι όπου π.χ. ειδικός τις νόμος απειλεί ειρκτήν, δύναται να επιβληθή πρόσκαιρος κάθειρξις 5-10 ετών ή όπου απειλεί πρόσκαιρα δεσμά νοείται πρόσκαιρος κάθειρξις 10-20 ετών.
Δια του άρθρ. 465 ορίζεται ότι παραμένει εν ισχύει πάσα διάταξις των ειδικών νόμων ορίζουσα τυχόν ότι δια την απότισιν της χρηματικής ποινής ή καταβολήν τω παθόντι χρηματικής ικανοποιήσεως πλην του καταδικασθέντος ευθύνεται και τρίτος τις.
Δια του άρθρ. 466 ορίζεται επίσης ότι παραμένουν εν ισχύϊ αι παρά των ειδικών νόμων καθοριζόμεναι παρεπόμεναι ποιναί και αν αύται δεν προβλέπωνται
υπό του ποινικού κώδικος, όπως π.χ. αστυνομική επιτήρησις ή εκτόπισις. Εκρίθη ότι δεν έπρεπε να καταργηθώσιν αι παρεπόμεναι αύται ποιναί, ιδία διότι εις τας ειδικάς περιπτώσεις, εις τας οποίας προβλέπονται αύται υπό τινων ειδικών νόμων (π.χ. ζωοκλοπής, λαθρεμπορίας), απέδωκαν εν τη εφαρμογή αποτελέσματα.
Δια του άρθρ. 467 εκρίθη σκόπιμον, χάριν κρείσσονος εξατομικεύσεως των ποινών, όπως παρασχεθή εις τον δικαστήν η ευχέρεια να καταγνώση επί αποπείρας και συνεργείας την κατά τας διατάξεις του ποινικού κώδικος ηπιωτέραν ποινήν και εν αις έτι περιπτώσεσιν εξαιρετικώς εν ειδικοίς νόμοις τιμωρείται η απόπειρα ή συνέργεια με την αυτήν προς την του τετελεσμένου εγκλήματος ποινήν.
Δια του άρθρ. 468 λαμβάνεται πρόνοια προσαρμογής των εν διαφόροις ειδικοίς νόμοις περί του χρόνου της παραγραφής διατάξεων προς την εν τω ποινικώ κώδικι νέαν ρύθμισιν του θεσμού τούτου, συμφώνως προς την οποίαν διακοπή της παραγραφής δεν αναγνωρίζεται.
Δια του άρθρ. 469 ρυθμίζεται η αυτοδικαία μετατροπή των αμετακλήτως προ της ενάρξεως της ισχύος του κώδικος κατεγνωσμένων ποινών της ελευθερίας κατ’ ανηλίκων εις την υπό του ποινικού κώδικος προβλεπομένην ποινήν του περιορισμού αορίστου διαρκείας εντός σωφρονιστικού καταστήματος.
Δια του άρθρου 470 λαμβάνεται πρόνοια εναρμονίσεως των σχετικών προς την εκδίκασιν κακουργημάτων και πλημμελημάτων τελεσθέντων επί ξένων αεροσκαφών διατάξεων του νόμου 5017/1931 προς το σύστημα των περί τοπικών ορίων των ποινικών νόμων διατάξεων του ποινικού κώδικος.
Δια του άρθρ. 471 διατηρούνται εν ισχύϊ ωρισμέναι ειδικαί ποινικαί διατάξεις, ας η μέχρι τούδε εφαρμογή των απέδειξε συντελεστικάς της λυσιτελεστέρας τιμωρίας των υπ’ αυτών προβλεπομένων εγκλημάτων.
Δια δε του άρθρ. 472 διατηρείται η ισχύς ειδικών τινων προσωρινής ισχύος ποινικών νόμων, θεσπισθέντων προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως κατά την διάρκειαν της ισχύος των.
Δια της § 1 του άρθρ. 473 καταργούνται α΄)αι εις διαφόρους ειδικούς νόμους εγκατεσπαρμέναι διατάξεις αι καθορίζουσαι ίδιον μέτρον της ποινής επί συρροής και υποτροπής. Αι διατάξεις αύται δικαιολογούμεναι εκ του γεγονότος, ότι το εν τω ποινικώ ημών νόμω (άρθρα 109, 110 και 111) καθοριζόμενον μέτρον της ποινής επί συρροής και υποτροπής ήτο ανεπαρκές, ουδένα πλέον μετά την ισχύν του ποινικού κώδικος λόγον υπάρξεως έχουσι, καθόσον εν αυτώ άλλως, και δη επαρκώς, ρυθμίζονται τα της επιβλητέας ποινής επί συρροής εγκλημάτων και υποτροπής, β)αι εις διαφόρους επίσης ειδικούς νόμους περιεχόμεναι διατάξεις αι αποκλείουσαι την εφαρμογήν της προσωρινής εκ των φυλακών απολύσεως, της υπό όρον αναστολής των ποινών και της μετατροπής της κρατήσεως ή φυλακίσεως εις πρόστιμον ή χρηματικήν ποινήν. Εκ των διατάξεων τούτων αι αποκλείουσαι την προσωρινήν εκ των φυλακών απόλυσιν και την μετατροπήν εδικαιολογούντο εκ της μη ικανοποιητικής ρυθμίσεως των θεσμών τούτων εν τοις κειμένοις νόμοις. Ήδη όμως δια της διαφόρου ρυθμίσεως των θεμάτων τούτων εν τω ποινικώ κώδικι, καθ’ ην ιδίως η κρίσις περί χορηγήσεως της απολύσεως ή του ενδεδειγμένου της μετά-
Σελ. 15
τροπής (ήτις άλλως τε χωρεί μόνον επί κρατήσεως ή φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας) ανατίθεται εις τον δικαστήν, αι ειρημέναι ειδικαί διατάξεις αποβαίνουσιν αδικαιολόγητοι. Όσον αφορά δε εις τας διατάξεις τας αποκλειούσας την εφαρμογήν των αναστολών των ποινών επί ωρισμένων πλημμελημάτων, εθεωρήθη ότι και αύται είναι καταργητέαι, καθόσον η αναστολή δεν αποτελεί, ως σφαλερώς εν άρθρω 2 του νόμου ΓΩΙΗ΄ χαρακτηρίζεται, ευεργέτημα δια τον κατηγορούμενον, ούτινος ενδεχομένως εν ωρισμέναις περιπτώσεσι να μη κρίνεται άξιος, αλλά μέσον προλήψεως νέων εγκλημάτων εν τω μέλλοντι και επομένως όργανον σκοπιμωτέρας καταπολεμήσεως της εγκληματικότητος, αποφευγομένων δι’ αυτού των γενικώς ανεγνωρισμένων μειονεκτημάτων των βραχυχρονίων στερητικών της ελευθερίας ποινών, ως τοιούτον δε μέσον και ρυθμίζει ήδη αυτήν ο ποινικός κώδιξ εν τοις άρθροις 99 επ.
Εν τη παραγράφω 2 του άρθρου τούτου μνημονεύονται, προς άρσιν οιασδήποτε αμφιβολίας, ωρισμέναι καταργούμεναι διατάξεις ειδικών νόμων σχετικαί τόσον με το γενικόν όσον και με το ειδικόν μέρος του ποινικού κώδικος. Ούτω, το εν λόγω άρθρον καταργεί τας ακολούθους διατάξεις των ειδικών νόμων.
1.Την διάταξιν του άρθρου 1 παρ. 3 του νόμου Γ Ν΄ περί επιβολής χρηματικής ποινής εις τον κάτοχον του αυτοκινήτου, ως αντικειμένην εις τας περί ποινικής ευθύνης θεμελιώδεις αρχάς.
2.Το άρθρον μόνον του νόμου ΒИ΄ περί παραποιήσεως γραμματοσήμων ξένων κρατών, κριθέντος ότι το άρθρον 218 του κώδικος περιλαμβάνει λόγω της γενικής αυτού διατυπώσεως και τα ξένα γραμματόσημα ή ένσημα.
3.Τον νόμον ΑΡΚΒ΄, περί αδικημάτων ασφαλείας σιδηροδρόμων, πλην του άρθρου 5 και το άρθρον 1 του νόμου ΑΡΟΒ΄, των εν αυτοίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό των άρθρων 291 και 292 ποινικού κώδικος.
4.Το άρθρον 9 του νόμου ΑΤΙΒ΄ περί αδικημάτων κατά της ασφαλείας υποβρυχίων καλωδίων, της περιπτώσεως προβλεπομένης υπό του άρθρου 292 του ποινικού κώδικος.
5.Το άρθρον 5 του νόμου ΓΩΛΖ΄ και άρθρον 34 εδαφ. δ΄ του νόμου 3632 περί συμβατικού τόκου, τοκογλυφίας κλπ., της περιπτώσεως προβλεπομένης υπό του άρθρου 406 ποινικού κώδικος.
6.Τα άρθρα 9-10 του νόμου 202 περί τροποποιήσεως διατάξεων του δικαστ. οργανισμού και το άρθρον 60 του νόμου 6094, ως περιλαμβάνοντα περιπτώσεις προβλεπομένας υπό του άρθρου 236 ποινικού κώδικος.
7.Τον νόμον 755.
8.Τον νόμον 1592 περί μονομαχίας, πλην των άρθρων 7 και 8.
9.Τα άρθρα 1-7 του νόμου 1681 περί αλητείας και επαιτείας και το άρθρον 4 του νόμου 1682, των περιπτώσεων προβλεπομένων υπό των άρθρων 407 έως 409 ποινικού κώδικος, ως και το άρθρον 5 του νόμου 1682, άτε μη έχον πεδίον εφαρμογής μετά την κατάργησιν των άρθρων 1 και 2 αυτού δια του άρθρου 68 του αναγκ. νόμου 2724 του 1940.
10.Τον νόμον 2111 περί αδικημάτων κατά της ελευθερίας της εργασίας, ως προβλεπομένων των εν λόγω αδικημάτων υπό των άρθρων 330 επ. και 332 ποινικού κώδικος.
Σελ. 16

11.Το άρθρ. 1 του ν. 2918 περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΦΑ΄ και 389 περί Λιμενικού Ταμείου Πειραιώς, ως προβλεπομένων των περιπτώσεων υπό του άρθρου 382 ποινικού κώδικος.
12.Τα άρθρα 9-10 του νόμου 3090 περί τροποποιήσεως της περί φυλακών νομοθεσίας, τω προβλεπομένων των περιπτώσεων υπό του άρθρ. 173 ποινικού κώδικος.
13.Τας παρ. 1, 2, 3 του άρθρ. 13 του νόμ. 3316 περί υδρεύσεως Αθηνών-Πειραιώς των εν αυταίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό του άρθρ. 382 ποινικού κώδικος.
14.Την § 5 του άρθρ. 7 του ν. 4862 περί ξένων σχολείων, των εν αυτοίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό του άρθρ. 414 ποινικού κώδικος.
15.Τον ν. 4092 περί προστασίας περιουσιακών δικαίων, της περιπτώσεως προβλεπομένης υπό της περί εκβιάσεως διατάξεως του κώδικος, κριθείσης περιττής της διατάξεως του άρθρ. 4 του αδικήματος προβλεπομένου υπό της περί παραβάσεως καθήκοντος διατάξεως. Διατηρείται μόνον η διάταξις του άρθρ. 3 αυτού.
16.Τον αριθ. 7 του άρθρ. 232 του ν. 4173 περί δασικού κώδικος, του αδικήματος προβλεπομένου υπό του άρθρ. 266 ποινικού κώδικος (εμπρησμός εξ αμελείας).
17.Το άρθρ. 2 του ν. 4275 περί τηλεφ. ανταποκρίσεως, τα άρθρ. 41-45 ν. 4277 περί τηλεγρ. ανταποκρίσεως, των εν αυτοίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό του άρθρ. 292 ποινικού κώδικος.
18.Τας § § 6-7 του άρθρ. 8 του ν. 4232 περί συστάσεως κλπ. Αγροτικής Τραπέζης, του αδικήματος προβλεπομένου υπό του άρθρ. 399 (παρακώλυσις ασκήσεως δικαιωμάτων).
19.Τα άρθρ. 14-15 του ν. 4581 περί ταχυδρομικού μονοπωλείου, των περιπτώσεων προβλεπομένων υπό του άρθρ. 218 ποινικού κώδικος.
20.Το άρθρ. 7 εδάφ. τελευταίον του κώδικος περί δικηγόρων, ως προβλεπομένων των περιπτώσεων υπό των άρθρ. 217 και 242 ποινικού κώδικος.
21.Τον αριθ. 1 του άρθρ. 72 και το άρθρ. 73 του ν. 4539 περί αναγκαστικών συνεταιρισμών, ως προβλεπομένων των εν αυτοίς αδικημάτων υπό των άρθρ. 381 (φθορά) και 390 (απιστία) ποινικού κώδικος.
22.Τα άρθρ. 57,59 και 61 του ν. 4755 περί κωδικοποιήσεως του νόμ. περί τελών χαρτοσήμου, των περιπτώσεων προβλεπομένων υπό του άρθρ. 218 ποινικού κώδικος.
23.Το άρθρ.58 του κώδικος 4971 (περί αστυνομίας πόλεων), άρθρ.16 του ν. 6015 (πυροσβεστικής υπηρεσίας), άρθρ. 107 § 2 του αναγκ. νόμ. 7/8 Ιουνίου 1935 περί οργανισμού της χωροφυλακής, ως περιέχοντα διατάξεις αντισυνταγματικάς (Α.Π. 31/1936).
24.Τον αριθ. 3 του μόνου άρθρ. του νόμου 5004 περί αστυν. διατάξεων του διοικητού του Ναυστάθμου, ως προβλεπομένου του εν αυτή αδικήματος υπό του άρθρ. 460 ποινικού κώδικος.
25.Τα άρθρ. 4-10 του ν. 5016 περί κυρώσεως συμβάσεως περί παραχαράξεως, κιβδηλείας κλπ., ως προβλεπομένων των εν αυτοίς αδικημάτων υπό των άρθρ. 207-214 ποινικού κώδικος.
26.Τα άρθρα 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19, 20 έως 28, του ν. 5060 περί Τύπου κλπ. και τα άρθρ. 3 εδ. 2 και το άρθρ. 4 του ν. 5999, των εν αυτοίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό του κεφαλαίου ΚΑ΄ ποινικού κώδικος και του άρθρ. 198 § 2 αυτού, ως
και τα άρθρ. 1-9 του περί Τύπου νόμ. του 1837, ως ετροποποιήθησαν, των θεμάτων ρυθμιζομένων υπό του άρθρ. 168 ποινικού κώδικος.
27.Το άρθρ. 13 του νόμου 5125 περί τροποποιήσεως των περί υποθηκοφυλακείων διατάξεων, ως προβλεπομένης της περιπτώσεως υπό του άρθρ. 235 ποινικού κώδικος.
28.Τα άρθρ. 3 και 4 του ν. 5458 περί απεργίας δημοσίων υπαλλήλων, ως προβλεπομένης της περιπτώσεως υπό του άρθρ. 247 ποινικού κώδικος.
29.Το εδάφιον 5 του άρθρ. 13 του ν. 5911 περί διδακτικών βιβλίων, ως προβλεπομένης της περιπτώσεως υπό του άρθρ. 218 ποινικού κώδικος.
30.Το άρθρ. 4 του ν. 6439 περί τιμωρίας της παραβάσεως της προς διατροφήν υποχρεώσεως, ως προβλεπομένης της περιπτώσεως υπό του άρθρ. 358 ποινικού κώδικος.
31.Τα άρθρα 66, 67 και 68 του νόμ. διατάγ. 17 Ιουλίου 1923 «περί σχεδίου πόλεων κλπ.», ως προβλεπομένων των εν αυτοίς αδικημάτων υπό των άρθρων 286 και 435 ποινικού κώδικος.
32.Το άρθρ. 95 του νομοθ. διατάγ. 17 Ιουλίου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», της περιπτώσεως προβλεπομένης υπό του άρθρ. 215 ποινικού κώδικος (παράνομος έκδοσις ανωνύμων ομολογιών).
33.Τα άρθρ. 13-25 του ποινικού και πειθαρχικού κώδικος του Εμπορικού Ναυτικού (νομοθ. διάταγμα 13 Δεκεμβρίυ 1923), κριθέντος ότι αι περί πειρατείας και ναυταπάτης διατάξεις αυτού προβλέπονται υπό του κώδικος (προβλ. σελ. 620 της αιτιολογικής εκθέσεως του 1933). Προσθετέον μόνον ενταύθα ότι η περίπτωσις του άρθρ. 15 του ποινικού και πειθαρχικού κώδικος εμπορικού ναυτικού, καθ’ ην θεωρούνται ως πειραταί οι επιβαίνοντες πλοίου και οι πλέοντες άνευ κανονικών εγγράφων και φέροντες όπλα, προβλέπεται υπό του άρθρ. 195 ποινικού κώδικος περί καταρτισμού ενόπλου ομάδος, τιμωρούντος ηπιώτερον την πράξιν. Εις βαρυτέρας τυχόν περιπτώσεις τυγχάνει εφαρμογής και η περί συστάσεως και συμμορίας διάταξις του ποινικού κώδικος (άρθρ. 187). Επίσης η περίπτωσις του άρθρ. 21 α)του αυτού κώδικος, ήτοι εάν εδανείσθη ο πλοίαρχος άνευ ανάγκης, επί του πλοίου κλπ. εμπίπτει εις την περί απιστίας διάταξιν του ποινικού κώδικος (άρθρ. 390).
34.Τον αριθ. 7 του άρθρ. 24 του διατάγ. 23/28 Νοεμβρίου 1929 «περί κωδικοποιήσεως των περί κατασκευής κλπ. οδών διατάξεων», της περιπτώσεως προβλεπομένης υπό του άρθρ. 382 ποινικού κώδικος (φθορά, διακεκρ. περιπτώσεις).
35.Το άρθρ. 5 του αναγκ. νόμ. της 19/11/1935 περί παρασήμων, ως προβλεπομένης της περιπτώσεως υπό του άρθρ. 176 ποινικού κώδικος.
36.Το εδάφιον 8 του στοιχ. β΄ του αριθ. 11 του άρθρ. 42 και το τελευταίον εδάφιον του αριθ. 8 του άρθρ. 43, του νόμου 4811 «περί κυκλοφορίας αυτοκινήτων», των εν αυτοίς αδικημάτων προβλεπομένων υπό των άρθρ. 314 και 302 περί τραυμάτων και ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (το τελευταίον προβλέπει την υπό του εισπράκτορος ανθρωποκτονίαν εξ αμελείας).
Επιπροσθέτως καταργούνται αι διατάξεις των ειδικών νόμων αι αφορώσαι εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό του ποιν. κώδικος εν τω ειδικώ αυτού μέρει. Υπό τον όρον «θέματα» νοούνται αι ομάδες αξοιοποίνων πράξεων αίτινες τελούσιν εν συναρτήσει προς αλλήλας, ως εκ του γεγονότος, ότι ενέχουσι προσβολήν (βλάβην ή διακινδύνευσιν) ενός και του αυτού εννόμου αγαθού.
Ως «ρυθμιζόμενον» δε εν τω ειδικώ μέρει του ποινικού κώδικος θεωρείται θέμα τι μόνον εάν εκ των διατάξεων του κώδικος, προκύπτη ότι η ενα αυτώ ποινική προστασία του εννόμου αγαθού αποτελεί εξαντλητικήν ρύθμισιν και ουχί καθ’ ωρισμένας αναφοράς (Βλ. σχετικώς και Αιτιολ. Β΄ Αναθεωρήσεως 1938 σ.65).
Εν Αθήναις της 16 Μαίου 1950.
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Θ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Βουλευτής Αθηνών

ΕΚΘΕΣΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ
Προς την Βουλήν των Ελλήνων
Αποτελεί ευτυχές προνόμιον δια την παρούσαν Βουλήν, ότι θα έχη την ευκαιρίαν να ψηφίση και να παραδώση εις τον Ελληνικόν Λαόν, και ιδιαιτέρως εις τον νομικόν κόσμον και την Δικαιοσύνην της Χώρας, το νέον ποινικόν κώδικα, ο οποίος εισάγεται προς κύρωσιν κατά την διαδικασίαν του ισχύοντος άρθρου 49 του Συντάγματος του 1927.
Ο ισχύων εισέτι ποινικός νόμος, ζήσας εν Ελλάδι βίον ενδεκάμισυ περίπου δεκετηρίδων, είναι φυσικόν ότι δεν ανταποκρίνεται σήμερον, εν πολλοίς, ούτε προς το πνεύμα, ούτε προς τας ανάγκας των συγχρόνων καιρών. Καταρτισθείς υπό το κράτος των περί αδικημάτων και ποινών αντιλήψεων των αρχών του παρελθόντος αιώνος, εκυριαρχήθη από δογματικάς ιδέας μη δυναμένας να προσαρμοσθούν προς τας βασικάς αρχάς, αι οποίαι διέπουν τας νεοτέρας ποινικάς επιστήμας.
Το τέλος του ΧΙΧ και το πρώτον ήμισυ του ΧΧ αιώνος, εχρησίμευσαν ως τεράστιον δογματικόν αναχωνευτήριον των αρχών και πορισμάτων των επιστημών τούτων. Υπό το φως νεωτέρων ερευνών εις τα πεδία της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας και της στατιστικής, αι τέως κρατήσασαι αντιλήψεις περί του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου και περί της ποινής ως μέσου αντιμετωπίσεως αυτού, υπέστησαν σημαντικήν μεταβολήν και αξιόλογον εξέλιξιν. Και υπό την επίδρασιν της εξελίξεως ταύτης η κοινή περί δικαίου συνείδησις δεν ησθάνετο εαυτήν ικανοποιημένην με την διατήρησιν του αφηρημένου τύπου του εγκληματίου, εις την ράχιν του οποίου επικολλάται ο αριθμός ενός άρθρου του ποινικού νόμου, χωρίς, ούτε προ, ούτε μετά τούτο, να υπάρξη εκδήλωσις άλλης οιασδήποτε μερίμνης της Πολιτείας εν σχέσει προς τον εσωτερικόν κόσμον του εγκληματίου ή προς την ενδεδειγμένην κοινωνικήν άμυναν εναντίον του. Ακόμη ολιγώτερον ικανοποιείτο η κοινή περί δικαίου συνείδησις από την υπό το κράτος των ιδεών των φιλοσόφων του δεκάτου ογδόυ και δεκάτου εννάτου αιώνος διαμορφωθείσαν διδασκαλίαν περί του σκοπού της ποινής, εις εποχήν καθ’ ην ο εγκληματίας, φωτιζόμενος από τα πορίσματα των εγκληματολογικών ερευνών των θετικών σχολών του ποινικού δικαίου, εμφανίζεται συχνά ως ιδυότυπος κοινωνικός άρρωστος, έχων ανάγκη εξατομικευμένης, εκάστοτε, μεταχειρίσεως από μέρους της Πολιτείας και της Δικαισύνης της.
Εντεύθεν, έντονος επιστημονική κίνησις προς με-


Σελ. 17
ταρρύθμισιν της ποινικής και της σωφρονιστικής νομοθεσίας των διαφόρων κρατών εσημειώθη, ήδη πολύ προ του τέλους του παρελθόντος αιώνος. Συχνά διεθνή ποινικά και σωφρονιστικά συνέδρια ηυνόησαν την κίνησιν τούτων, η οποία ελάμβανεν ενίοτε και επίσημον μορφήν δια της εκπροσωπήσεως εις αυτά διαφόρων Κυβερνήσεων. Η ανάπτυξις της ιταλικής θετικής σχολής, παρά τους δισταγμούς και τας ευλόγους αμφισβητήσεις που εκ των υπερβολών της προεκάλεσεν, έδωσε γόνιμον ώθησιν εις την κίνησιν, δια της εισαγωγής του πειραματισμού εις την μελέτην των εγκληματιών και της παρατηρήσεως εις την έρευναν του εγκλήματος. Η πρόοδος της εγκληματικότητος και ιδιαιτέρως η καμπύλη της υποτροπής εμελετάτο ήδη υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων τα οποία κατεδίκαζον την ωφελιμότητα ωρισμένων ποινών, όπως, ιδίως των βραχειών και των ανεπανορθώτων, και ενεδείκνυον την σκοπιμότητα της προλήψεως εν τη πολιτική κατά του εγκλήματος δια μέτρων ασφαλιστικών περισσότερον και ολιγώτερον δια της κατασταλτικής επιδράσεως της ποινής. Η ιδέα του libre arbitre και της ίσης ευθύνης, εν τη εννοία της ελευθερίας της βουλήσεως, υφίστατο ολίγον κατ’ ολίγον την μειωτικήν επίδρασιν της βαθμιαίας χρεωκοπίας της. Και η αντίληψις περί της εξατομικευμένης ευθύνης έθετε ταχέως τας βάσεις της νέας μορφής του ποινικού καταλογισμού και εθεμελίου την νέαν πολιτικήν κατά του εγκλήματος και του εγκληματίου.
Εκ παραλλήλου οι τρεις διαπρεπείς εκπρόσωποι της Διεθνούς Ενώσεως του ποινικού δικαίου προώθησαν και εβελτίωσαν τας μεταρρυθμιστικάς αυτάς τάσεις, δημιουργούντες παγκόσμιον κοινήν συνείδησιν περί της αναγκαιότητός των.
Η έντονος αυτή διεθνής αναμορφωτική κίνησις έσχεν, αν και όχι αρκετά ενωρίς, την απήχησίν της και εν Ελλάδι. Και από του 1911 ήρξατο η προσπάθεια της ανακαινίσεως του ποινικού μας νόμου δια σειράς επιτροπών και επανειλημμένων σχεδίων, ιστορικήν μνείαν των οποίων περιέχει η Εισηγητική Έκθεσις του Κώδικος. Τέσσαρας περίπου δεκαετηρίδας μετά την πρώτην αυτήν αρχήν, κατά της οποίας αξιόλογος όσον και επίπονος προεργασία απεκρυστάλλωσεν ωρίμως τας ενδεικνυομένας μεταρρυθμίσεις, το οριστικόν σχέδιον του Κώδικος εισάγεται εις την Βουλήν προς κύρωσιν.
ΙΙ.
Ο νέος ποινικός κώδιξ αποτελείται και ούτος από δύο βιβλία, το γενικόν και το ειδικόν. Εις το γενικόν μέρος προτάσσεται εν τω πρώτω άρθρω ο βασικός κανών του ανεπίτρεπτου της αναδρομικότητος των ποινών, προσδιορίζονται τα χρονικά και τοπικά όρια της εφαρμογής των ποινικών διατάξεων, καθορίζεται ορθώς η έννοια της αξιοποίνου πράξεως, και διατηρείται η κλασσική τριμερής διάκρισις αυτής εις κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα, επί τη βάσει της εν τω νόμω απειλουμένης δι’ εκάστην ποινής.
Προσδιορίζονται ακολούθως οι λόγοι οι αίροντες τον άδικον χαρακτήρα της πράξεως και τον καταλογισμόν, ρυθμιζομένων των κατά την άμυναν και την κατάστασιν ανάγκης κατά τρόπον απλούστερον και επιστημονικώτερον και, περαιτέρω, των κατά την υπαιτιότητα και την ειδικήν μεταχείρισιν των ηλαττωμένης πνευματικής καταστάσεως ατόμων και των ανηλίκων.
Σελ. 18

Θεωρούμεν αξιολόγους τας μεταρρυθμίσεις ταύτας, ιδία τας τελευταίας, εν σχέσει προς τα μέχρι τούδε ισχύοντα. Αποτελούν, μαζί με τα μέτρα ασφαλείας, την έκφρασιν των νέων επιστημονικών αντιλήψεων περί ποινών και περί του τρόπου και των μέσων της εφαρμογής των αντιλήψεων συμφώνως προς τα πορίσματα μακράς και φωτεινής εγκληματολογικής μελέτης και πείρας. Τα ασφαλιστικά μέτρα, ειδικώτερον, αποτελούν επί πλέον μέσα καταπολεμήσεως της επικινδύνου δια το κοινωνικόν σύνολον ψυχικής ή διανοητικής καταστάσεως ωρισμένων εγκληματιών, όταν, συνεπεία νοσηρών διαστροφών της ψυχής ή του πνεύματος, ο δια των κλασσικών ποινών κολασμός του αδικήματος, είτε δεν ενδείκνυται παντελώς, είτε δεν επαρκεί δια την πλήρη και αποτελεσματικήν άμυναν της κοινωνίας. Εκ του ιδιαιτέρου τούτου χαρακτηριστικού γνωρίσματος των ασφαλιστικών μέτρων ενδείκνυται η ορθώς υπό του κώδικος ακολουθουμένη μέθοδος της επιβολης των κατά το σύστημα των σχετικώς αορίστων ποινών.
Εν τη επιμετρήσει της ποινής, ο νέος κώδιξ, ακολουθεί την προσφορωτέραν μέθοδον δια την επιτέλεσιν του βελτιωτικού σκοπού της ποινής εν συνδυασμώ προς την κοινωνικήν άμυναν κατά των εγκληματικώς επικινδύνων. Μετά την θέσιν γενικών κανόνων οι οποίοι εγκαινιάζουν, ορθώς, εις τον κώδικα, αντί περιοριστικών περιπτώσεων, το σύστημα των κατευθηντηρίων γραμμών, τόσον χρησίμων εις νόμους καταλείποντας ευρύ πεδίον εις την πρωτοβουλίαν του εφαρμοστού των, προσδιορίζονται ειδικώτερον αι περιπτώσεις της αθροιστικής εκτίσεως, της μετατροπής και της μειώσεως των ποινών, κατά τρόπον ικανοποιούντα την σύγχρονον περί δικαίου αντίληψιν.
Εν συνεχεία ρυθμίζονται τα κατά τους υποτρόπους και καθ’ έξιν εγκληματίας, η έναντι των οποίων άμυνα της κοινωνίας επιβάλλει δραστικωτέρας ποινάς και δη την αόριστον κάθειρξιν, η λήξις της οποίας απόκειται εις την ανά πάσαν τριετίαν κρίσιν του δικαστηρίου.
Περαιτέρω, μετά την ρύθμισιν των αφορώντων την υπό όρον αναστολήν της ποινής και απόλυσιν του καταδίκου και τον προσδιορισμόν των λόγων οίτινες εξαλείφουν το αξιόποινον της αδίκου πράξεως, καθορίζονται τα της ποινικής ευθύνης των ανηλίκων κατά σύστημα ανταποκρινόμενον προς τα πορίσματα της επιστήμης και της πείρας επί του θέματος.
Το ποινικόν δίκαιον της παιδικής ηλικίας έχει ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν, όπως ορθώς τονίζει ο Vidal, και η ιδιομορφίας αύτη έγκειται, κυρίως εις το ότι η μορφωτική του πλευρά τείνει να υποκαταστήση την κατασταλτικήν. Από της απόψεως αυτής ο ισχύων ποινικός νόμος τελεί εν σημαντική καθυστερήσει, ακόμη και μετά τον θεσμόν των ειδικών δικαστηρίων ανηλίκων, τον βάσει του άρθρ. 100 του Συντάγματος του 1927 εισαχθέντα και παρ’ ημίν, πεντήκοντα σχεδόν έτη μετά την πρώτη του εφαρμογήν εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις. Η ποινική μεταχείρισις των ανηλίκων στηρίζεται, κατά τον νέον κώδικα, προ πάντων εις την υπό επίβλεψιν ελευθερίαν και εις τον σχετικώς αόριστον σωφρονισμόν. Ασκείται, δε, κυρίως, δια των αναμορφωτικών μέτρων, υποκειμένων πάντοτε εις άρσιν ή μεταβολήν, κατά λόγον της αποτελεσματικής επιδράσεως αυτών επί του παιδίου. Η τοιαύτη μεταχείρισις εκτείνεται ορθώς, μέχρι του 17ου έτους της ηλικίας, χωρίς να αποκλείεται η και πέραν αυτού


μέχρι του 20ου έτους ανηλικότης να παρέχη εις το δικαστήριον λόγον και μειώσεως του καταλογιστού και χωριστής από των ενηλίκων καταδίκων κρατήσεως.
ΙΙΙ
Εις το ειδικόν μέρος ο νέος κώδιξ εμφανίζει ορθολογιστικήν διάρθρωσιν της νομοθετικής ύλης και συστηματικήν κατάταξιν των αδικημάτων επί των ορθών βάσεων αίτινες αναγράφονται εις την εισηγητικήν του έκθεσιν. Προηγούνται κατά την ταξινόμησιν αυτήν τα εγκλήματα τα στρεφόμενα κατά της Πολιτείας και δη κατά της πολιτειακής τάξεως και της ασφαλείας της Χώρας (εσχάτη προδοσία, άρθρ. 134-137, και προδοσία της Χώρας άρθρ. 138-152). Ακολουθούν τα εγκλήματα κατά ξένων κρατών (153-156), σχετιζόμενα, ορθώς, με την εξωτερικήν ασφάλειαν της Χώρας λόγω του εξ αυτών επαπειλουμένου, ενδεχομένως, κατ’ αυτής κινδύνου, τα εγκλήματα κατά της ελευθέρας ασκήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων (157-166), αι προσβολαί κατά των οργάνων της πολιτειακής εξουσίας (167-182), κατά της δημοσίας τάξεως (183-197), κατά της θρησκευτικής ειρήνης (198-201), τα εγκλήματα περί την στράτευσιν (202-206), περί το νόμισμα (207-215), περί τα υπομνήματα (216-223) περί την απονομήν της Δικαιοσύνης (224-234), και περί την υπηρεσίαν (235-263). Έπονται τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (264-290) και είτα τα ατομικώς επικίνδυνα τοιαύτα, κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητος (299-321), κατά της προσωπικής ελευθερίας (322-325), κατά των ηθών (336-353), τα περί τον γάμον και την οικογένειαν (354-360), τα κατά της τιμής (361-369), η παραβίασις απορρήτων (370-371), τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαίων (372-406), η επαιτεία και αλητεία (407-410), και ακολούθως αι διάφοροι πταισματικαί παραβάσεις (411-457). Ο κώδιξ κλείνει με τελικάς τινας και μεταβατικάς διατάξεις εχούσας θέσιν εισαγωγικού εις αυτήν νόμου.
Πολλαί είναι αι αξιοσημείωτοι καινοτομίαι τας οποίας εισάγει εις το ειδικόν του μέρος ο νέος κώδιξ, και αι πλείσται εξ αυτών ανταποκρίνονται πλήρως προς το κοινόν περί δικαίου αίσθημα και τα πορίσματα της εξελιχθείσης ποινικής επιστήμης. Σημειούμεν εξ αυτών την άρσιν της παλαιάς διακρίσεως μεταξύ φόνου και αναιρέσεως, την παιδοκτονίαν και επί γνησίων τέκνων, την επιεική τιμωρία του λόγω ευθανασίας φόνου, το ατιμώρητον της ηθικώς ενδεδειγμένης αμβλώσεως κλπ. κλπ.
Εις επτά αδικήματα ο νέος κώδιξ διατηρεί την ποινήν του θανάτου. Υπήρξαμεν μέχρι τινος εκ των φανατικών πολεμίων της ανεπανορθώτου αυτής ποινής. Ειλικρινώς ομολογούμεν ότι χωρίς να είμεθα σήμερον απολύτως πεπεισμένοι περί της σκοπιμότητός της, απωλέσαμεν, εν τούτοις, μέγα μέρος από τον φανατικόν ενθουσιασμόν με τον οποίον την ηρνήθημεν εις το παρελθόν. Ίσως η προϊούσα ωριμότης και εις την ηλικίας και εις την κοινωνικήν πείραν συνετέλεσεν εις τούτο. Οπωσδήποτε, αποδίδομεν σήμερον ολιγωτέραν από άλλοτε εύθυμον σημασίαν εις το γνωστόν «επιχείρημα» κατά το οποίον την κατάργησιν της θανατικής ποινής οφείλουν να αποφασίσουν πρώτον οι εγκληματίαι και κατόπιν η Πολιτεία.
Εν πάση περιπτώσει είναι αρκετά ικανοποιητικόν ότι η θανατική ποινή έχει στενώτατα περιωρισμένην δυνατότητα εφαρμογής εις τον νέον κώδικα. Εις τας εξ εκ των επτά περιπτώσεων αδικημάτων, εφ’ ων αύτη δύναται να επιβληθή, μεταξύ των οποίων και εις την της
ανθρωποκτονίας, απειλείται διαζευκτικώς μετά της ποινής της ισοβίου καθείρξεως. Εις τρόπον ώστε, κατ’ ειδικήν πρόβλεψιν του κώδικος, θα προτιμάται της τελευταίας ταύτης ποινής μόνον αν «το είδος και ο τρόπος της εκτελέσεως ως και αι λοιπαί εν γένει περιστάσεις καθιστούν την πράξιν ιδιαζόντως απεχθή ή αν ο δράστης είναι επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν». Μοναδική δε είναι η περίπτωσις καθ’ ην η θανατική ποινή απειλείται κατ’ αποκλειστικότητα εις το αδίκημα του άρθρ. 138 του κώδικος, το στρεφόμενον κατά της ακεραιότητος της Χώρας.
IV
Εν τη αναλύσει της νομοθετικής ύλης του νέου κώδικος περιωρίσθημεν εις γενικά τινα και βασικά σημεία, παρέχοντα, εν τούτοις, μέτρον επαρκούς εκτιμήσεως της πράγματι εξαιρέτου σημασίας του έργου. Λεπτομερεστέρα ανάλυσις ενταύθα θα ήτο άσκοπος καταπόνησις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και της Βουλής.
Διότι μη υφισταμένης, εκ του λόγου της κατά την διαδικασίαν των κωδίκων κυρώσεως αυτού, δυνατότητος τροποποιήσεων εν τω κώδικι, η τοιαύτη ανάλυσις θα απέβαινεν άνευ πρακτικής σκοπιμότητος. Αναμφισβητήτως θα ήτο δυνατόν να εμφανισθούν δι’ αυτής σημεία τινα των οποίων ίσως θα εκρίνετο ενδεδειγμένη η μεταρρύθμισις, τουλάχιστον κατά την γνώμην ημών. Αλλά βεβαίως, δεν θα εισηγούμεθα την άρνησιν της κυρώσεως του όλου έργου δια τας ολίγας αυτάς περιπτώσεις.
Διότι το έργον, εν τω συνόλω του, είναι αληθώς ικανοποιητικόν. Αντιμετωπίζει επιτυχώς τα πλείστα των προβλημάτων τα οποία η εξέλιξις των ποινικών επιστημών και τα νέα εντεύθεν πορίσματα αυτών θέτουν ενώπιον της Πολιτείας και περισσότερον ενώπιον του ποινικού δικαστού. Το πρόβλημα των ακριβών και κοινωνικώς δικαίων ορίων του ποινικού καταλογισμού, το πρόβλημα του αληθούς σκοπού της ποινής και κατά συνέπειαν, της ενδεδειγμένης εκάστοτε κατ’ εξατομίκευσιν εφαρμογής της, το πρόβλημα της ειδικής μεταχειρίσεως των υποτρόπων και των καθ’ έξιν εγκληματιών κατά λόγον του βαθμού του επικινδύνου αυτών χαρακτήρος, το πρόβλημα της ποινικής ευθύνης των ανηλίκων, των ακαταλογίστων, των αλκοολικών, των τοξικομανών, των φυγοπόνων κλπ. ρυθμίζονται κατά τρόπον αρκούντως σύμφωνον προς τας κατευθύνσεις τας οποίας εχάρεξαν αι νεώτεραι και γενικώς παραδεδεγμέναι έρευναι των διαφόρων κλάδων των ποινικών επιστημών.
Αλλ’ είναι καταφανές ότι τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, δηλαδή η εν τω μέτρω του δικαίου, αλλά και εν τω καρπώ της βελτιώσεως και της κοινής αποκαταστάσεως, αντιμετώπισις του εγκληματίου και περαιτέρω, η πλήρης κατοχύρωσις του υγειούς κοινωνικού σώματος από της εγκληματικής δράσεως και των γενικωτέρων της κοινωνικών συνεπειών, δεν έιναι μόνον ζήτημα καλού, επιστημονικού και συγχρονισμένου κώδικος. Είναι κυρίως και προ παντός ζήτημα μέσων εφαρμογής του.
Οι ποινικοί κώδικες, όπως όλοι οι βασικοί νόμου όλων των πεπολιτισμένων κρατών, αποκτούν κατ’ αρχήν την αξίαν των, όχι τόσον εκ των κειμένων των,



Σελ. 19
όσον εκ του τρόπου κατά τον οποίον τα κείμενα ταύτα τίθενται εις πρακτικήν εφαρμογήν. Και εν προκειμένω ο τρόπος ούτος, έχει ανάγκην δύο, κυρίως, φορέων εκδηλώσεως και εφαρμογής των νέων κατευθύνσεων τας οποίας εισάγει και παρ’ ημίν ο ποινικός κώδιξ: Πρώτον, ειδικών ποινικών δικαστών. Δεύτερον, καταλλήλων σωφρονιστικών καταστημάτων. Δι’ αμφότερα απομένει, και μετά τον κώδικα, χρέος μέγα, επιτακτικόν και επείγον του Κράτους η δημιουργία των. Διότι άνευ αυτών ελάχιστα, φρονούμεν, αν μη ουδόλως, θα γίνη αισθητή πέραν του θεωρητικού πεδίου η σημαντική, αληθώς, μεταβολή την οποίαν επιδιώκει να μεταφέρη εις την εγκληματολογικήν μας πολιτικήν ο νέος κώδιξ.
Αι ποινικαί επιστήμαι αποτελούν σήμερον ένα μέγα πλέγμα γνώσεων υπερβαίνον κατά πολύ τα παλαιά στενά όρια του ποινικού δικαίου. Η ανθρωπολογία, η εγκληματολογία, η ψυχιατρική, η βιολογία, η κοινωνιολογία, η ιατροδικαστική, η ψυχολογία, η στατιστική, είναι ένα μέρος του κύκλου αυτού των επιστημών αι οποίαι οφείλουν ν’ αποτελούν κτήμα του δικαστού όστις θα αναλάβη να ανατάμη τον εσωτερικόν κόσμον του εγκληματίου, να ερευνήση με επιστημοσύνην το βάθος του και να αποφανθή με ικανότητα και εμπειρίαν δια την τύχην του. Το έργον είναι μέγα, όπως και ολόκληρος ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει ο κώδιξ. Και είναι προς το παρόν εμπεπιστευμένον εις τους κοινούς δικαστάς, οι οποίοι, άνευ επισταμένης ειδικεύσεως, είναι, ακουσίως των, όσο γίνεται περισσότερον ακατάλληλοι προς τούτο. Διότι ο κοινός δικαστής ο διαβλέπων, όπως έλεγεν ο έτερος των Εισηγητών εισηγούμενος το Σχέδιον της συνταγματικής μας μεταρρυθμίσεως εις την Δ΄ Αναθεωρητικήν Βουλήν, την επαγγελματικήν του εξέλιξιν μόνον εις την συχνοτέραν ανατάραξιν της κόνεως των Βασιλικών-ακόμη και τώρα, μετά τον Αστικόν Κώδικα-εις τας πολιτικάς του αποφάσεις, θεωρεί την απασχόλησιν περί την απονομήν της ποινικής δικαιοσύνης πάρεργον και, συχνάκις, περιττήν απώλειαν χρόνου, από την οποίαν σπεύδει το ταχύτερον ν’ απαλλαγή.
Και διότι, κατά συνέπειαν ίσως των αντιλήψεών του τούτων, και της εις την ακαμψίαν των άρθρων του Αστικού Κώδικος επιμελούς και μακράς του προσηλώσεως, δεν δύναται ευχερώς ν’ απαλλαγή από την ακουσίαν σκλήρυνσιν των περί δικαίου επαγγελματικών ιδεών τας οποίας εμπνέει εις αυτόν η τυποποιημένη εφαρμογή του πολιτικού δικαίου, ενός δικαίου το οποίον επαρκώς, βεβαίως, υπηρετείται με μόνην την γνώσιν των άρθρων του Κώδικος και με την τιμίαν και ευσυνείδητον εφαρμογήν των.
Εις το άρθρ. 11 του νέου, επίσης, κώδικος της ποινικής δικονομίας φαίνεται να γίνεται αισθητή η ανάγκη αύτη περί ης ο λόγος. Αλλά βεβαίως, πρόκειται περί ημιμέτρων, και ίσως ούτε καν περί τοιούτων. Το εν δικαστικόν έτος, ή τα δύο το πολύ τα οποία το άρθρον τούτο ορίζει δια την «ειδίκευσιν» των δικαστών εις την απονομήν της ποινικής δικαιοσύνης και, μάλιστα, όχι εις τα δικαστήρια, είναι αναμφιβόλως πολύ ολιγώτερον του αναγκαίου, και δια τούτο, ίσως, περισσότερον επικίνδυνον. Ζητούμεν από την Πολιτειαν να εύρη ταχέως τα μέσα και τον καιρόν να οργανώση ειδικόν σώμα ποινικών δικαστών εις το οποίον θα εισέρχωνται, μετά ειδικάς σπουδάς όλου του πλέγματος των ποινικών επιστημών, νέοι δικασταί των

Σελ. 20

οποίων οφείλει να ασφαλίση την εξέλιξιν και την σταδιοδρομίαν κατά τρόπον ουδόλως υπολειπόμενον της των δικαστών του πολιτικού δικαίου. Και μέχρις ότου τούτο συντελεσθή επαρκώς, νομίζομεν αναγκαίον, δι’ ειδικών μετεκπαιδεύσεων εις τα Πανεπιστήμια, ημεδαπά και ξένα, να καταβληθή προσπάθειαν πραγματικής ειδικεύσεως μερικών εκ των υπηρετούντων δικαστών, ώστε ν’ αποβούν κατά το δυνατόν κατάλληλοι δια την ορθήν και επιστημονικήν απονομήν της ποινικής αυτού δικαιοσύνης.
Δεύτερον φορέα της εκδηλώσεως και εφαρμογής των νέων κατευθύνσεων του ποινικού κώδικος αναφέρομεν τα κατάλληλα σωφρονιστικά καταστήματα.
Εις τον τομέαν τούτον, εις τον οποίον αποδίδομεν εξ ίσου, αν μη και περισσοτέραν, πρωταρχικήν σημασίαν δια την επίτευξιν των επιδιώξεων του νέου κώδικος, υστερούμεν, ατυχώς, εν Ελλάδι κατά τρόπον ευλόγως προκαλούντα τας πλέον απογοητευτικάς σκέψεις δια την πραγματοποίησιν των επιδιώξεων τούτων. Η κατάστασις των φυλακών μας είναι αληθώς απερίγραπτος. Το προσωπικόν των είναι, επιφυλασσομένων ολίγων εξαιρέσεων, ουχί επαρκώς παρασκευασμένον δια το υψηλόν του έργον. Η καθόλου σωφρονιστική μας πολιτική δεν δύναται να αποτελέση παράδειγμα προς μίμησιν δια πεπολιτισμένον Κράτος, εξαιρουμένης ίσως της κατά την τελευταίαν 25ετίαν αξιολόγου προσπαθείας οργανώσεως των αγροτικών μας φυλακών. Ο νέος ποινικός κώδιξ προβλέπει ειδικά καταστήματα δια τας κατ’ είδος ποινάς, ειδικά σωφρονιστήρια δι’ ανηλίκους, ειδικά καταστήματα εργασίας δια τους φυγοπόνους, ειδικά θεραπευτήρια δια τους ακαταλογίστους, τους κωφαλάλους, τους αλκοολικούς, τους τοξικομανείς. Και, αν δεν προσδιορίζει, όπως προηγούμενα σχέδια κωδίκων (1939), τον τρόπον της εκτελέσεως των ποινών ή των ασφαλιστικών μέτρων, ορίζει όμως ότι ούτος θέλει καθορισθή δι’ ιδιαιτέρων νόμων. Οι νόμοι ούτοι, βεβαίως, θα προκρίνουν μεταξύ των διαφόρων σωφρονιστικών συστημάτων και αναλόγως προς την ποινήν ή προς την περίπτωσιν το προσφορώτερον. Αλλά δι’ οιανδήποτε εξ αυτών αι υπάρχουσαι ελληνικαί φυλακαί είναι, κατά ένα μέγα μέρος, ακατάλληλοι. Η ηθική ανάπλασις του καταδίκου δια της βαθμιαίας βελτιώσεως και της προπαρασκευής του δια την επάνοδον εις τον ομαλόν κοινωνικόν βίον, είναι υπό τοιαύτας συνθήκας, χίμαιρα. Η δε επιτυχία του συστήματος των ασφαλιστικών μέτρων, συστήματος το οποίον αποτελεί μίαν εκ των σημαντικωτέρων κατακτήσεων των νέων ποινικών επιστημών, αποβαίνει ιδιαιτέρως προβληματική.
Εν τούτοις, η στέρησις της προσωπικής ελευθερίας δεν έχει δυνατότητα εκπληρώσεως του σκοπού της ποινής χωρίς φυλακήν με σωφρονιστικήν φιλοσοφίαν, εμπνεομένην ακριβώς και από τον σκοπόν τούτον.
Η Θρησκεία, η αγωγή και η εργασία έχουν μεγίστην επίδρασιν επί του συγχρόνου ποινικού συστήματος, όπως ορθώς έγραψε τελευταίως ο κ. James Benet, ο Διευθυντής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Φυλακών των Ηνωμ. Πολιτειών. Ο ρόλος της φυλακής είναι βεβαίως, κάτι μεταξύ ασφαλείας και αναμορφώσεως, μεταξύ ομαδικής και εξατομικευμένης μεταχειρίσεως. Είναι ήδη τούτο αρκετόν δια να μη διαγράφεται μετά πολλής αισιοδοξίας η προοπτική των σωφρονιστικών επιτευγμάτων εν Ελλάδι υπό τας σημερινάς συνθήκας. Και όμως, ο ρόλος αυτός της φυλακής ήτο το φιλοσοφικόν ιδεώδες της σωφρονι-
στικής, ήδη μετά τον απομονωτισμόν του Πενσιλβανικού συστήματος, ο οποίος επιστεύετο ότι ανταποκρίνετο εις τας θεωρίας της ελευθερίας της βουλήσεως και της ατομικής ηθικής ευθύνης, όπως και μετά την απόλυτον σιωπήν και τον αδιάκοπον μόχθον εις το κοινόν εργαστήριον του Ωβουρνείου συστήματος το οποίον εθεωρείτο ότι ήγεν εις την ηθικήν αναπροσαρμογήν του εγκληματίου, δηλαδή ήδη από του παρελθόντος αιώνος. Σήμερον, όπως τονίζει ακόμη ο Benet, η σωφρονιστική φιλοσοφία είναι κάτι περισσότερον από την εφαρμογήν ενός πρέποντος θρησκευτικού, παιδαγωγικού, βιομηχανικού ή ιατρικού προγράμματος. Ως σήμερα αναγνωρίζεται ότι ο ρόλος της φυλακής είναι περισσότερον διαγνωστικός ή θεραπευτικός. Υπό τοιαύτας συνθήκας η αισιοδοξία της προοπτικής μας είναι μοιραίον να υποχωρήση σημαντικώς.
Τέλος η ανάγκη της αποκτήσεως ειδικώς μορφωμένου ανωτέρου και κατωτέρου σωφρονιστικού προσωπικού προβάλλει επίσης ως σημαντική προϋπόθεσις δια την επίτευξιν των επιδιώξεων του νέου κώδικος. Πλην ολίγων τμηματικών εξαιρέσεων εις τους ανωτάτους βαθμού, το υπόλοιπον σωφρονιστικόν προσωπικόν στρατολογημένον κατά πρόχειρον μάλλον τρόπον χωρίς καμμίαν αξίαν λόγου προπαίδευσιν είναι ακατάλληλον δια σημαντικήν αποστολήν την οποίαν προώρισται να επιτελέση.
Αντιλαμβανόμεθα ότι η ικανοποίησις των αναγκών τούτων-ποινικών, δικαστών, σωφρονιστικών καταστημάτων και υπαλλήλων-προσκρούει, κυρίως εις τας οικονομικάς δυσχερείας τας οποίας υπό τας παρούσας συνθήκας αντιμετωπίζει το Κράτος. Αλλά δεν θεωρούμεν ανυπέρβλητον το εμπόδιον, εν όψει, αφ’ ενός μεν της δυνατότητος της βαθμιαίας προόδου εις τας μεταρρυθμίσεις ταύτας, αφ’ ετέρου δε της κολοσσιαίας σημασίας δι’ αυτήν την ηθικήν και υλικήν ανασυγκρότησιν του Τόπου.
Ο Πρόεδρος
Ν. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Εισηγηταί
Β. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η. ΛΑΓΑΚΟΣ
ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1492
της 17/17 Αυγ. 1950
Περί κυρώσεως του Ποινικού Κώδικος
Άρθρον μόνον
Κυρούται, ο υπό της Επιτροπής του Νομοθ. Διατάγματος υπ’ αριθ. 222/1947 καταρτισθείς Ποινικός Κώδιξ έχων ούτως:
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
ΓΕΝΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ο Ποινικός Νόμος
Ι.Χρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων
Άρθρον 1
Ουδεμία ποινή άνευ νόμου
Ποινή δεν καταγινώσκεται ειμή δι’ εκείνας μόνον τας πράξεις, δι’ ας αύτη δια νόμου ρητώς ωρίσθη προ της τελέσεως αυτών.
Άρθρον 2
Αναδρομική ισχύς του ηπιωτέρου νόμου
1.Εάν από της τελέσεως της πράξεως μέχρι της αμετακλήτου εκδικάσεως αυτής ίσχυσαν πλείονες νόμου εφαρμόζεται ο περιέχων τας ευμενεστέρας δια τον κατηγορούμενον διατάξεις.-2.Εάν δια μεταγενεστέρου νόμου η πράξις εχαρακτηρίσθη ως ανέγκλητος, παύει και η εκτέλεσις της καταγνωσθείσης ποινής μετά των ποινικών επακολούθων αυτής.
Άρθρον 3
Προσωρινής ισχύος νόμοι
Προσωρινής ισχύος νόμοι εφαρμόζονται και μετά την παύσιν της ισχύος αυτών επί πράξεων τελεσθεισών, καθ’ ον χρόνον ούτοι ίσχυον, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της διατάξεως της § 1 του προηγουμένου άρθρου.
Άρθρον 4
Επιβολή μέτρων ασφαλείας
1.Τα εν άρθροις 69, 71, 72, 73, 74 και 76 μέτρα ασφαλείας επιβάλλονται συμφώνως προς τον νόμον τον ισχύοντα κατά την εκδίκασιν της πράξεως.-2.Εν τη περιπτώσει της § 2 το εκδόν την απόφασιν δικαστήριον, προτάσει του παρ’ αυτώ εισαγγελέως, αποφαίνεται περί διατηρήσεως ή μη των επιβληθέντων μέτρων ασφαλείας.


(Αντί για τη σελ.21(a) Σελ. 21(β)
Τεύχος 1398 Σελ. 1

ΙΙ.Τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων
Άρθρον 5
Εγκλήματα τελεσθέντα εν τη ημεδαπή
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται εφ’ όλων των επί εδάφους της Επικρατείας και παρ’ αλλοδαπών ακόμη τελουμένων πράξεων.-2 .Ως έδαφος της Επικρατείας θεωρούνται πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά, οπουδήποτε και αν ευ-ρίσκωνται, εκτός εάν υπόκηνται συμφώνως προς το διεθνές δίκαιον εις αλλοδαπόν νόμον.
Άρθρον 6
Εγκλήματα ημεδαπών εν τη αλλοδαπή
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και δια πράξιν χαρακτηριζομένην υπ’ αυτών ως κακούργημα ή πλημμέλημα τελεσθείσαν εν τη αλλοδαπή παρ’ ημεδαπού, αν αύτη είναι αξιόποινος και κατά τους νόμους της χώρας, εν η ετελέσθη, ή εάν διεπράχθη εν πολιτειακώς ασυντάκτω χώρα.-2.Η ποινική δίωξις χωρεί και κατ’ αλλοδαπού, όστις κατά τον χρόνον της τελέσεως της πράξεως ήτο ημεδαπός, ως και κατά του αποκτήσαντος την ελληνικήν ιθαγένειαν μετά την τέλεσιν της πράξεως.-3.Επί πλημμελημάτων προς εφαρμογήν των εν ταις § § 1 και 2 διατάξεων, απαιτείται έγκλησις του παθόντος ή αίτησις της κυβερνήσεως της χώρας, εν η ετελέσθη το πλημμέλημα. -4.Τα εν αλλοδαπή πραττόμενα πταίσματα τιμωρούνται μόνον εν ταις υπό του νόμου ειδικώς οριζομέναις περιπτώσεσιν.
Άρθρον 7
Εγκλήματα αλλοδαπών εν τη αλλοδαπή
1.Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατ’ αλλοδαπού δια πράξιν τελεσθείσαν εν τη αλλοδαπή χαρακτηριζομένην δ’ υπ’ αυτών ως κακούργημα ή πλημμέλημα, αν αυτή απευθύνεται κατά πολίτου έλληνος και αν είναι αξιόποινος και κατά τους νόμους της χώρας, εν η ετελέσθη, ή εάν διεπράχθη εν πολιτειακώς ασυντάκτω χώρα.-2.Αι διατάξεις των § § 3 και 4 του προηγουμένου άρθρου έχουσι και ενταύθα εφαρμογήν.








Σελ. 22(β)
Τεύχος 1398 Σελ. 2
Άρθρον 8
Εγκλήματα εν τη αλλοδαπή τιμωρητέα πάντοτε
κατά τους ελληνικού νόμους
Οι ελληνικοί ποινικοί νόμου εφαρμόζονται καθ’ ημεδαπών και αλλοδαπών, ανεξαρτήτως από των νόμων του τόπου της τελέσεως, δια τας εξής πράξεις τελεσθήσας παρ’ αυτών εν τη αλλοδαπή: «α) εσχάτη προδοσία, προδοσία της χώρας που στρέφεται κατά του Ελληνικού Κράτους και τρομοκρατικές πράξεις (άρθρ.187Α)».
Η μέσα σε «» περίπτ.α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.40 Νόμ.3251/8-9 Ιουλ.2004 (ΦΕΚ Α΄127), τόμ.9 σελ.160,61
β)δι’ εγκλήματα αναγόμενα εις την εν τω στρατώ υπηρεσίαν και την προς στράτευσιν υποχρέωσιν (βιβλίον δεύτερον Κεφ. Η΄). γ)δι’ αξιόποινον πράξιν, ην εξετέλεσαν ως υπάλληλοι του Ελληνικού Κράτους.δ)δια πράξιν καθ’ υπαλλήλου έλληνος κατά την ενάσκησιν της υπηρεσίας του ή εν σχέσει προς ταύτην.ε)δια ψευδορκίαν εν διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον ελληνικών αρχών.στ)δια πειρατείαν.ζ)δι’ εγκλήματα περί το νόμισμα (βιβλίον δεύτερον Κεφ. Θ΄). "η) πράξη δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής". θ)δια παράνομον εμπορίαν ναρκωτικών φαρμάκων.ι)δια παράνομον κυκλοφορίαν και εμπορίαν ασέμνων δημοσιευμάτων.ια)δι’ οιονδήποτε άλλο έγκλημα, δι’ ο ειδικαί διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραφείσαι και κυρωθείσαι υπό του Ελληνικού Κράτους προβλέπουν την εφαρμογήν των ελληνικών ποινικών νόμων.
Το μέσα σε «» στοιχ.η΄αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002 (ΦΕΚ Α΄248), κατωτ.αριθ.43.
Άρθρον 9
Ακαταδίωκτον εγκλημάτων τελεσθέντων εν τη
αλλοδαπή
1.Η ποινική δίωξις δια πράξιν τελεσθείσαν εν τη αλλοδαπή αποκλείεται :α)εάν ο υπαίτιος δικασθείς επί ταύτη εν τη αλλοδαπή ηθωώθη ή καταδικασθείς εξέτισεν εν όλω την ποινήν αυτού.β)εάν κατά τον αλλοδαπόν νόμον η πράξις παρεγράφη ή η επιβληθείσα ποινή παρεγράφη ή εχαρίσθη.γ)εάν κατά τον αλλοδαπόν νόμον η πράξις διώκηται κατ’ έγκλησιν και τοιαύτη δεν υπεβλήθη ή ανεκλήθη.-2.Αι διατάξεις αύται δεν εφαρμόζονται επί των εν άρθρω 8 οριζομένων πράξεων.
Άρθρον 10
Υπολογισμός εν τη αλλοδαπή εκτιθεισών ποινών
Η εν τη αλλοδαπή εν όλω ή εν μέρει εκτιθείσα ποινή οσάκις επί τη αυτή πράξει επακολουθήση εν τη ημεδαπή καταδίκη, αφαιρείται από της καταγνωσθείσης υπό των ημεδαπών δικαστηρίων ποινής.




























(Μετά τη σελ.22(β) Σελ. 22,01
Τεύχος 1398 Σελ. 3
Άρθρον 11
Αναγνώρισις αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων
1.Εάν Έλλην καταδικασθή εν τη αλλοδαπή επί πράξει, ήτις κατά τας διατάξεις των ημεδαπών νόμων συνεπάγεται παρακολούθους ποινάς, δύναται το αρμόδιον δικαστήριον των πλημμελειοδικών να καταγνώση ταύτας.-2.Ομοίως δύναται το αρμόδιον δικαστήριον των πλημμελειοδικών να επιβάλη τω καταδικασθέντι ή αθωωθέντι εν τη αλλοδαπή τα κατά τους ημεδαπούς νόμους μέτρα ασφαλείας.
ΙΙΙ.Σχέσις κώδικος προς ειδικούς νόμους
και επεξήγησιν όρων του κώδικος
Άρθρον12
Ειδικοί ποινικοί νόμοι
Αι διατάξεις του γενικού μέρους του παρόντος
κώδικος εφαρμόζονται και επί αξιοποίνων
πράξεων προβλεπομένων εν ειδικοίς νόμοις, εφ’ όσον οι νόμοι ούτοι δεν ορίζουν άλλως δια ρητής αυτών διατάξεως.
Άρθρον 13
Έννοια όρων του κώδικος
Εν τη εννοία του παρόντος κώδικος:α)υπάλληλος είναι πας, εις ον νομίμως είναι ανατεθειμένη έστω και προσωρινώς η άσκησις υπηρεσίας δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. β)οικείοι είναι οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν γραμμήν, θετοί γονείς και θετά τέκνα, σύζυγοι, μεμνηστευμένοι, αδελφοί και οι τούτων σύζυγοι και μνηστήρες, ως και οι επίτροποι ή επιμεληταί του υπαιτίου και οι υπό την επιτροπείαν ή επιμέλειαν αυτού τελούντες. γ)έγγραφον είναι παν γραπτόν προωρισμένον ή πρόσφορον να αποδείξη γεγονός έχον έννομον σημασίαν και παν σημείον προωρισμένον να αποδείξη τοιούτο γεγονός.
«Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ’ όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία».
Το άνω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από το άρθρ. 2 του Νόμ. 1805/26-31 Αυγ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 199), τόμ. 9 σελ. 202,07.
δ)σωματική βία είναι και η δια μέσων υπνωτικών ή ναρκωτικών ή άλλων αναλόγων περιαγωγή τινός εις κατάστασιν αναισθησίας ή ανικανότητος προς αντίστασιν. ε)στρατός είναι ο της ξηράς, της θαλάσσης και του αέρος.
«στ)Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη».
Το εδαφ. στ΄ προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου – 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
«ζ.Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης στον οποίο τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον».
Το εδάφ. ζ΄, προστέθηκε από την παρ. 1 του άρθρ. 2, του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, (ΦΕΚ Α΄ 67), κατωτ. αριθ. 34.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Η αξιόποινος πράξις
1.Γενικαί Διατάξεις
Άρθρον 14
Έννοια της αξιοποίνου πράξεως
1.Έγκλημα είναι πράξις άδικος και καταλογιστή εις τον πράξαντα, τιμωρουμένη υπό του νόμου.-2.Ο όρος πράξις εν ταις διατάξεσι των ποινικών νόμων περιλαμβάνει και τας παραλείψεις.
Άρθρον 15
Έγκλημα δια παραλείψεως τελούμενον
Όπου ο νόμος δια την ύπαρξιν αξιοποίνου πράξεως απαιτεί την επέλευσιν ωρισμένου αποτελέσματος, η μη αποτροπή τούτου τιμωρείται ως η δι’ ενεργείας παραγωγή, εάν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχεν ιδιαιτέραν νομικήν υποχρέωσιν, όπως παρεμποδίση την επέλευσιν του αποτελέσματος.
Άρθρον 16
Τόπος τελέσεως της πράξεως
Ως τόπος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο τόπος, ένθα ο υπαίτιος προέβη εν όλω ή εν μέρει εις την αξιόποινον ενέργειαν ή παράλειψιν, και ο τόπος, ένθα επήλθεν ή, εν περιπτώσει αποπείρας, έδει κατά την πρόθεσιν του υπαιτίου να επέλθη το αξιόποινον αποτέλεσμα.


(Αντί για τη σελ. 23(γ) Σελ. 23(δ)
Τεύχος 1365 Σελ. 3
Άρθρον 17
Χρόνος τελέσεως της πράξεως
Ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται εκείνος καθ’ον ο υπαίτιος ενήργησεν ή ώφειλε να ενεργήση, όντος αδιαφόρου του χρόνου, καθ’ ον επήλθε το αποτέλεσμα, «εκτός αν ορίζεται άλλως».
Οι μέσα σε « » λέξεις προστέθηκαν από το εδάφ. β΄, της παρ. 5 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
Άρθρον 18
Διαίρεσις των αξιοποίνων πράξεων
Πάσα πράξις τιμωρουμένη δια της ποινής του θανάτου ή της καθείρξεως είναι κακούργημα. "Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα.". Πάσα πράξις τιμωρουμένη δια κρατήσεως ή προστίμου είναι πταίσμα.
Το μέσα σε «» εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Άρθρον 19
Ποινικός χαρακτήρ εκδικασθείσης πράξεως
Αν πράξις τις εκδικασθείσα είναι κακούργημα ή πλημμέλημα κρίνεται επί τη βάσει της εν τω νόμω καθοριζομένης δια ταύτην βαρυτέρας ποινής και ουχί της υπό του δικαστού καταγωνσθείσης τυχόν ελαφροτέρας ένεκα ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρ. 84) ή οιουδήποτε άλλου λόγου μειώσεως της ποινής κατ’ άρθρ. 83. Το αυτό ισχύει και εν τη περιπτώσει καταδίκης εις περιορισμόν εντός ψυχιατρικού καταστήματος κατ’ άρθρ. 38.
Άρθρον 20
Λόγοι αποκλείοντες το άδικον της πράξεως
Πλην των εν τω παρόντι κώδικι (άρθρα 21, 22, 25, 304, § § 4 και 5, 308 § 4)αναφερομένων περιπτώσεων, ο άδικος χαρακτήρ της πράξεως αποκλείεται και οσάκις αύτη αποτελεί ενάσκησιν δικαιώματος ή εκπλήρωσιν καθήκοντος επιβεβλημένου υπό του νόμου.






Σελ. 24(δ)
Τεύχος 1365 Σελ. 4

Άρθρον 21
Προσταγή
Δεν είναι άδικος η πράξις, ην επιχειρεί τις προς εκτέλεσιν προσταγής δοθείσης αυτώ κατά τους νομίμους τύπους παρά της αρμοδίας αρχής, εάν ο νόμος δεν επιτρέπη εις τον προσταττόμενον να εξετάση το νόμιμον της εν λόγω προσταγής. Εν τοιαύτη περιπτώσει ως αυτουργός τιμωρείται ο προστάξας.
Άρθρον 22
Άμυνα
1.Δεν είναι άδικος η εν αμύνη τελουμένη πράξις.-2.Άμυνα είναι η υπό του ατόμου προς υπεράσπισιν από αδίκου και παρούσης επιθέσεως, απευθυνομένης κατ’ αυτού ή άλλου αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου. –3.Το αναγκαίον μέτρον της αμύνης κρίνεται εκ του βαθμού του επικινδύνου της επιθέσεως, του είδους της απειλουμένης βλάβης, του τρόπου και της εντάσεως της επιθέσεως και των λοιπών περιστάσεων.
Άρθρον 23
Υπέρβασις της αμύνης
Ο υπερβαίνων τα όρια της αμύνης τιμωρείται, εάν μεν η υπέρβασις εγένετο εκ προθέσεως, δια ποινής ηλαττωμένης (άρθρ. 83), εάν δε η υπέρβασις εγένετο εξ αμελείας, κατά τας περί ταύτης διατάξεις. Μένει δ’ ατιμώρητος, μη καταλογιζομένης εις αυτόν της υπερβάσεως, αν ενήργησεν ούτως ένεκα του φόβου ή της ταραχής εις ην περιήλθεν εκ της επιθέσεως.
΄Αρθρον 24
Υπαίτιος κατάστασις αμύνης
Δεν απαλλάσσεται της υπό του νόμου ωρισμένης ποινής ο εκ προθέσεως προκαλέσας την παρ’ άλλου επίθεσιν, ίνα υπό το πρόσχημα αμύνης διαπράξη κατ’ αυτού αξιόποινον πράξιν.
Άρθρον 25
Κατάστασις ανάγκης αποκλείουσα το άδικον
1.Δεν είναι άδικος η πράξις, ην εκτελεί τις, ίνα αποτρέψη παρόντα και άλλως αναπότρεπτον κίνδυνον απειλούντα το πρόσωπον ή την περιουσίαν αυτού ή άλλου τινός άνευ υπαιτιότητός του, αν η επελθούσα δια της πράξεως εις τον έτερον βλάβη είναι κατά το είδος και την σπουδαιότητα σημαντικώς κατωτέρα από την σπουδαιότητα σημαντικώς κατωτέρα από την απειληθείσαν.-2.Η ανωτέρω διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί του έχοντος το καθήκον να εκτεθή εις τον απειλούμενον κίνδυνον. –3.Η διάταξις του άρθρ. 23 έχει ανάλογον εφαρμογήν και εν τη περιπτώσει του παρόντος άρθρου.
ΙΙΙ.Ο καταλογισμός της πράξεως
Άρθρον 26
Υπαιτιότης
1.Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούντια μόνον εκ δόλου τελούμενα. Κατ’ εξαίρεσιν εν ταις ειδικώς υπό του νόμου οριζομέναις περιπτώσεις τα πλημμελήματα τιμωρούνται και εξ αμελείας τελούμενα. –2.Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και αν εξ αμελείας ετελέσθησαν, πλην των περιπτώσεων καθ’ ας ο νόμος ρητώς απαιτεί δόλον.
Άρθρον 27
Δόλος
1.Εκ δόλου (εκ προθέσεως) πράττει ο θέλων την παραγαγωγήν των κατά νόμον απαρτιζόντων την έννοιαν αξιοποίνου τινός πράξεως περιστατικών ή ο γνωρίζων ως ενδεχομένην την εκ της πράξεώς του παραγωγήν τούτων και αποδεχόμενος αυτήν. –2.Όπου ο νόμος απαιτεί την εν γνώσει ωρισμένου περιστατικού τέλεσιν της πράξεως, δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος. Όπου δε ο νόμος απατεί την επί σκοπώ επελεύσεως ωρισμένου αποτελέσματος τέλεσιν της πράξεως, απαιτείται όπως ο πράττων επιδιώκη την παραγωγήν του αποτελέσματος τούτου.
Άρθρον 28
Αμέλεια
Εξ αμελείας πράττει όστις ένεκεν ελλείψεως της προσοχής ην ώφειλεν εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλη, είτε δεν προείδε το εκ της πράξεώς του παραχθέν αξιόποινον αποτέλεσμα, είτε προείδε μεν τούτο ως δυνατόν επίστευσεν όμως, ότι δεν θα επήρχετο.
Άρθρον 29
Ευθύνη εκ του αποτελέσματος
Εν αις περιπτώσεσιν ο νόμος ορίζει, ότι πράξίς τις τιμωρείται δια βαρυτέρας ποινής, όταν έχη ωρισμένον αποτέλεσμα, η ποινή αύτη επιβάλλεται μόνον, αν το αποτέλεσμα τούτο δύναται να αποδοθή εις αμέλειαν του πράξαντος.
Άρθρον 30
Πραγματική πλάνη
1.Η πράξις δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα αυτήν, αν ούτος κατά τον χρόνον της τελέσεως ευρίσκεται εν αγνοία των συνιστώντων ταύτην περιστατικών. Αν όμως η άγνοια των περιστατικών τούτων είναι αποδοτέα εις αμέλειαν του υπαιτίου, η πράξις καταλογίζεται εις αυτόν ως εξ αμελείας έγκλημα.-2.Ομοίως δεν καταλογίζονται εις τον πράξαντα τα κατά νόμον επαυξάνοντα το αξιόποινον της πράξεως περιστατικά, αν ούτος διετέλει εν αγνοία αυτών.
Άρθρον 31
Νομική πλάνη
1.Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί, όπως αποκλείση τον καταλογισμόν.-2.Η πράξις όμως δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα, αν ούτος πεπλανημένως επίστευσεν, ότι εδικαιούτο να προβή εις την πράξιν, η δε πλάνη του αύτη ήτο συγγνωστή.






























(Μετά τη σελ.24(δ) Σελ. 24,01
Τεύχος 1365 Σελ. 5
Άρθρον 32
Κατάστασις ανάγκης αποκλείουσα τον καταλογισμόν
1.Δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα η πράξις, ην εκτελεί, ίνα αποτρέψη παρόντα και άλλως αναπότρεπτον κίνδυνον απειλούντα άνευ υπαιτιότητός του το πρόσωπον ή την περιουσίαν αυτού ή συγγενούς αυτού ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου, εάν η δια της πράξεως επελθούσα εις τον έτερον βλάβη είναι ανάλογος κατ’ είδος και σπουδαιότητα προς την απειληθείσαν.-2.Αι διατάξεις των § § 2 και 3 του άρθρ. 25 έχουσι και ενταύθα εφαρμογήν.
Άρθρον 33
Κωφάλαοι εγκληματίαι
1.Η παρά κωφαλάλου τελεσθείσα πράξις δεν καταλογίζεται εις αυτόν, αν κριθή ότι δεν είχε την απαιτουμένην πνευματικήν ικανότητα, ίνα αντιληφθή το άδικον της πράξεώς του ή να ενεργήση συμφώνως τη περί τούτου αντιλήψει του.-2.Αν δεν συντρέχη περίπτωσις εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου ο κωφάλαλος τιμωρείται με ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 83).
Άρθρον 34
Διατάραξις των πνευματικών λειτουργιών
ή της συνειδήσεως
Η πράξις δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα αυτήν αν, εν ω χρόνω διέπραξε ταύτην, ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως, εστερείτο της ικανότητος ν’ αντιληφθή το άδικον της πράξεώς του ή να ενεργήση συμφώνως τη περί τούτου αντιλήψει του.
Άρθρον 35
Υπαίτιος διατάραξις της συνειδήσεως
1.Πράξις ην απεφάσισέ τις εν κανονική ψυχική καταστάσει, αλλά προς εκτέλεσιν της οποίας μετέστησεν εαυτόν εις κατάστασιν διαταράξεως της συνειδήσεως, καταλογίζεται εις αυτόν ως εκ δόλου τελεσθείσα.-2.Αν η εν τοιαύτη καταστάσει τελεσθείσα πράξις είναι άλλη παρά την αποφασισθείσαν, ο υπαίτιος αυτής τιμωρείται με ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 83).-3.Πράξις ην ο υπαίτιος προείδεν ή ηδύνατο να προΐδη, ότι μεθιστάμενος εις κατάστασιν διαταράξεως της συνειδήσεως ενδέχεται να διαπράξη, καταλογίζεται εις αυτόν ως εξ αμελείας τελεσθείσα.
IV.Ηλαττωμένης προς καταλογισμόν
ικανότητος εγκληματίαι
΄Αρθρον 36
Ηλαττωμένη ικανότης προς καταλογισμόν
1.Αν εκ τινος των εν άρθρω 34 αναφερομένων ψυχικών καταστάσεων δεν εξέλιπεν μεν εντελώς, εμειώθη όμως ουσιωδώς η απαιτουμένη κατά το αυτόν άρθρον ικανότης δια τον καταλογισμόν της πράξεως, επιβάλλεται ποινή ηλαττωμένη (άρθρ. 83).-2.Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν έχει εφαρμογή επί της υπαιτίου μέθης.
Άρθρον 37
Έκτισις της ποινής εις ιδιαίτερα καταστήματα
Οσάκις η κατάστασις των κατά το άρθρ. 36 ηλαττωμένης δια τον καταλογισμόν ικανότητος, επιβάλλει ιδιάζουσαν μεταχείρισιν ή μέριμναν, αι κατ’ αυτών καταγιγνωσκόμεναι ποιναί της ελευθερίας εκτελούνται εντός διαιτέρων ψυχιατρικών καταστημάτων ή παραρτημάτων των φυλακών.
Άρθρον 38
Ηλαττωμένου καταλογισμού επικίνδυνοι εγκληματίαι
1.Αν ο κατ’ άρθρ. 36 ηλαττωμένης δια τον καταλογισμόν ικανότητος ένεκα διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή ο κατ’ άρθρον 33 § 2 κωφάλαλος είναι επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν, η υπ’ αυτού δε τελεσθείσα πράξις είναι κακούργημα ή πλημμέλημα απειλούμενον εν τω νόμω δια ποινής στερητικής της ελευθερίας ανωτέρας των έξ μηνών, το δικασστήριον καταδικάζει τούτον εις περιορισμόν εντός των κατά το άρθρ. 37 ψυχιατρικών καταστημάτων ή παραρτημάτων φυλακών. –2.Εν τη αποφάσει καθορίζεται μόνον ο ελάχιστος όρος διαρκείας του περιορισμού, όστις ουδέποτε δύναται να είναι κατώτερος του ημίσεος του δια την τελεσθείσαν πράξιν κατ’ άρθρ. 36 § 1 ανωτάτου ορίου ποινής. –3.Εν τη αυτή αποφάσει το δικαστήριον προσδιορίζει δια την περίπτωσιν εφαρμογής του άρθρ. 40 την εις αντικατάστασιν του περιορισμού εκτιτέαν ποινήν φυλακίσεως ή καθείρξεως εντός των υπό του νόμου δια την τελεσθείσαν πράξιν καθοριζομένων ορίων ποινής, χωρίς να ελαττούται αύτη κατά τας διατάξεις του άρθρ. 36. Πάντως η κατά τα άνω προσδιοριζομένη ποινή ουδέποτε δύναται να είναι κατωτέρα του ημίσεος του εν τω νόμω οριζομένου ανωτάτου ορίου ποινής δια την τελεσθείσαν πράξιν. Αν η εν τω νόμω ποινή είναι θάνατος ή ισοβία κάθειρξις, ως εκτιτέα ποινή προσδιορίζεται πρόσκαιρος κάθειρξις είκοσιν ετών.







Σελ. 25
Άρθρον 39
Διάρκεια του περιορισμού
εντός ψυχιατρικών καταστημάτων
1.Μετά την λήξιν του εν τη αποφάσει κατά το άρθρ. 38 § 2 ορισθέντος ελαχίστου όρου και ακολούθως ανά πάσαν διετίαν είτε τη αιτήσει του κρατουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται, εάν δύναται ούτος να απολυθή. Περί τούτου, μετά γνωμοδότησιν ειδικών εμπειρογνωμόνων, αποφαίνεται το δικαστήριον των πλημμελειοδικών, εις ου την περιφέρειαν εκτελείται η ποινή. –2.Η απόλυσις είναι πάντοτε υπό όρον, δυναμένη να ανακληθή υπό τους εν άρθρω 107 οριζομένους όρους, καθίσταται δε οριστική, αν εντός πενταετίας δεν επέλθη ανάκλησις αυτής, εφ’ης εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρ. 109.-3.Πάντως ο περιορισμός, μετά την λήξιν του εν τη αποφάσει ελαχίστου ορίου, δεν δύναται να εξακολουθήση πέραν των δέκα ετών επί πλημμελημάτων και πέραν των δέκα πέντε ετών επί κακουργημάτων.
Άρθρον 40
Μετατροπή του περιορισμού εις φυλάκισιν ή κάθειρξιν.
Κατά πάντα χρόνον το κατά το προηγούμενον άρθρον δικαστήριον, δύναται, τη αιτήσει του εισαγγελέως και μετά γνωμοδότησιν ειδικών εμπειρογνωμόνων, να αποφασίζη την αντικατάστασιν του περιορισμού δια της κατά την § 3 του άρθρ. 38 προσδιορισθείσης ποινής φυλακίσεως ή καθείρξεως, εάν κρίνη ότι η παραμονή του καταδίκου εν τω ψυχιατρικώ καταστήματι ή παραρτήματι φυλακής δεν είναι αναγκαία.
Εν τη περιπτώσει ταύτη εκ της καταγνωσθείσης ποινής της ελευθερίας αφαιρείται ο εν τω ψυχιατρικώ καταστήματι ή παραρτήματι φυλακής διανυθείς χρόνος.
Άρθρον 41
Ηλαττωμένου καταλογισμού καθ’ έξιν εγκληματίαι
1.Εάν ο κατ’ άρθρ. 38 καταδικασθείς εις περιορισμόν εντός ψυχιατρικού καταστήματος κριθή συμφώνως τοις άρθροις 90 και 92 ως καθ’ έξιν ή εξ επαγγέλματος εγκληματίας ο ελάχιστος όρος διαρκείας του περιορισμού καθορίζεται εντός των υπό του άρθρ. 89 ορίων ποινής, χωρίς να ελαττούται αύτη κατά τας διατάξεις του άρθρ. 36 § 1, ο δε μέγιστος καθορίζεται κατά τας διατάξεις του άρθρ. 91. Αν η δια την τελεσθείσαν πράξιν απειλουμένη εν τω νόμω ποινή είναι θάνατος ή ισοβία κάθειρξις επιβάλλεται ισοβία κάθειρξις. –2.Κατά πάντα χρόνον το δικαστήριον δύναται υπό τους όρους του προηγουμένου άρθρου να μετατρέπη τον περιορισμόν εις την κατά τα άρθρα 90 και 92 προβλεπομένην ποινήν αορίστου καθείρξεως.


Σελ. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Απόπειρα και συμμετοχή
Ι.Απόπειρα
Άρθρον 42
Έννοια και ποινή της αποπείρας
1.Όστις, αποφασίσας να εκτελέση κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξιν περιέχουσαν τουλάχιστον αρχήν εκτελέσεως, τιμωρείται, εάν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ετελέσθη, με ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 83).-2.Εάν το δικαστήριον κρίνη, ότι η κατά την προηγουμένην παράγραφον ηλαττωμένη ποινή δεν επαρκεί, ίνα αποτρέψη τον υπαίτιον από της τελέσεως άλλων αξιοποίνων πράξεων, δύναται να καταγνώση την αυτήν ποινήν με την εις την τετελεσμένην πράξιν εν τω νόμω επιβαλλομένην, εξαιρουμένης της ποινής του θανάτου. –3.Η απόπειρα πλημμελήματος τιμωρουμένου εν των νόμω δια ποινής φυλακίσεως ουχί ανωτέρας των τριών μηνών δύναται να κριθή υπό του δικαστηρίου ατιμώρητος.
Άρθρον 43
Απρόσφορος απόπειρα
1.Ο επιχειρήσας να εκτελέση κακούργημα ή πλημμέλημα δια μέσου ή κατ’ αντικειμένου τοιαύτης φύσεως, ώστε να αποβαίνη απολύτως αδύνατος η τέλεσις, τιμωρείται με την ποινήν του άρθρ. 83 μειωμένην κατά το ήμισυ. –2.Ο εξ ευηθείας επιχειρήσας τοιαύτην απρόσφορον απόπειραν παραμένει ατιμώρητος.
Άρθρον 44
Υπαναχώρησις
1.Η απόπειρα μένει ατιμώρητος, εάν ο πράττων, καίπερ αρξάμενος της προς εκτέλεσιν του κακουργήματος ή του πλημμελήμτος ενεργείας, απέσχε ταύτης οικεία βουλήσει και ουχί εξ εμποδίων εξωτερικών. –2.Εάν ο πράττων, της ενεργείας του αποπερατωθείσης, παρεκώλυσεν οικεία βουλήσει το εκ ταύτης δυνάμενον να προέλθη αναγκαίον δια την τέλεσιν του κακουργήματος ή πλημμελήματος αποτέλεσμα, τιμωρείται με την ποινήν του άρθρ. 83 μειωμένην κατά το ήμισυ. Δύναται όμως το δικαστήριον, εκτιμών ελευθέρως πάσας τας περιστάσεις, να κρίνη την απόπειραν ατιμώρητον.





ΙΙ.Συμμετοχή
Συναυτουργοί
Άρθρ.45.-Αν πλείονες από κοινού εξετέλεσαν αξιόποινόν τινα πράξιν, έκαστος τιμωρείται ως αυτουργός αυτής.
Ηθικός αυτουργός και άμεσος συνεργός
Άρθρ.46.-1.Με την ποινήν του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α)ο εκ προθέσεως προκαλέσας παρ’ άλλω την απόφασιν προς εκτέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεως β)ο εκ προθέσεως παρασχών άμεσον συνδρομήν τω πράττοντι κατ’ αυτήν και εν τη εκτελέσει της κυρίας πράξεως.
2.Ο εκ προθέσεως προκαλέσας παρ’ άλλω την απόφασιν προς εκτέλεσιν εγκλήματός τινος, με τον μοναδικόν σκοπόν, όπως καταλάβη αυτόν αποπειρώμενον την εκτέλεσιν του εγκλήματος ή επειχειρούντα αξιόποινον προπαρασκευαστικήν αυτού πράξιν και με τη θέλησιν, όπως ανακόψη αυτόν από της αποπερατώσεως του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινήν του αυτουργού μειωμένην κατά το ήμισυ.
Απλούς συνεργός
Άρθρ.47.-1.Όστις, εκτός της περιπτώσεως της παρ. 1 στοιχ. β΄ του προηγουμένου άρθρου, παρέσχεν εκ προθέσεως εις άλλον οιανδήποτε συνδρομήν προ της τελέσεως ή κατά την τέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεως, τιμωρείται ως συνεργός με ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 83).
2.Η διάταξις της παρ. 2 του άρθρ. 42 έχει και ενταύθα ανάλογον εφαρμογήν.
3.Η συνέργεια επί πταισμάτων τιμωρείται μόνον εν ταις υπό του νόμου ειδικώς οριζομέναις περιπτώσεσιν.
Γενική διάταξις
Άρθρ.48.-Το αξιόποινον των κατά τα άρθρ. 46 και 47 συμμετόχων είναι ανεξάρτητον από το αξιόποινον του εκτελέσαντος την πράξιν.
Ιδιαίτεραι ιδιότητες ή σχέσεις.
Άρθρ.49.-1.Όπου ο νόμος αξιοί δια το αξιόποινον πράξεώς τινος ιδιαιτέρας ιδιότητας ή σχέσεις, εάν μεν αύται υπάρχωσι μόνον παρά τω πράττοντι, τότε οι κατά το άρθρ. 46 παρ. 1 συμμέτοχοι δύνανται να τιμωρηθώσι με ποινήν ηλαττωμένην (άρθρ. 83) εάν δε υπάρχωσι μόνον παρά τοις εν άρθρ. 46 παρ. 1 και 47 συμμετόχοις, τότε ούτοι μεν τιμωρούνται ως αυτουργοί ο δε πράξας ως συνεργός.
2.Ιδιαίτεραι ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλαι περιστάσεις επιτείνουσαι, μειούσαι ή αποκλείουσαι την ποινήν λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνον επί εκείνου των συμμετόχων, παρ’ ω υπάρχουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Ποιναί, μέτρα ασφαλείας, αποζημίωσις
Ι.Κύριαι ποιναί
Θανατική ποινή.
Με την παρ.1 του άρθρ. 33 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993, (ΦΕΚ Α΄ 207), κατωτ. αριθ. 29, η ποινή του θανάτου καταργήθηκε.
Άρθρ.50.-(Καταργήθηκε από το εδάφ. β΄της παρ. 12 άρθρ. 1 Νόμ. 2207/1994, ΦΕΚ Α΄ 65, κατωτ. αριθ. 30).
Ποιναί στερητικαί της ελευθερίας
Άρθρ.51.-."1. Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση."
Η μέσα σε «» πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
2.Επί των προσκαίρων ποινών της ελευθερίας η μεν ημέρα υπολογίζεται εις 24 ώρας, η δε εβδομάς εις επτά ημέρας, ο δε μην και το έτος κατά το εν χρήσει ημερολόγιον.
3.Ο χρόνος της ποινής επιμετρείται πάντοτε κατά πλήρεις ημέρας, εβδομάδας, μήνας και έτη.
Κάθειρξις
Άρθρ.52.-1.Η ποινή της καθείρξεως είναι ισόβιος ή πρόσκαιρος, εκτελείται δ’ εν καταστήμασιν ή τμήμασι καταστημάτων, αποκλειστικώς δι’ αυτήν προωρισμένοις.
2.Όταν ο νόμος δεν ορίζη ρητώς ως ισόβιον την απειλουμένην κάθειρξιν, αύτη είναι πρόσκαιρος.
3.Η διάρκεια της προσκαίρου καθείρξεως δεν υπερβαίνει τα είκοσιν έτη, ουδ’ είναι βραχυτέρα των πέντε ετών, επιφυλασσομένων των ορισμών του άρθρ. 91 περί αορίστου καθείρξεως.
Φυλάκισις
Άρθρ.53.-Η διάρκεια της φυλακίσεως δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ουδ’ είναι βραχυτέρα των δέκα ημερών.








(Αντί για τη σελ.27(δ) Σελ. 27(ε)
Τεύχος 1365 Σελ. 7

Περιορισμός σε ειδικό
κατάστημα κράτησης νέων
"Άρθρ.- 54 - Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα είκοσι ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από δέκα έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού είναι έξι μήνες και το ανώτερο δέκα έτη."
Το άρθρ.54 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.2 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Κράτησις
Άρθρ.55.-Η διάρκεια της κρατήσεως, αν μη ο νόμος άλλως ορίζη εν ειδικαίς διατάξεσι, δεν δύναται να υπερβαίνει τον μηνα, ουδέ να είναι βραχυτέρα της μιας ημέρας. Εκτελείται δε εις ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών ή εν ελλείψει τοιούτων εις τα αστυνομικά κρατητήρια.
Τρόπος εκτελέσεως ποινών και μέτρων
ασφαλείας.
Άρθρ.56.-Ο τρόπος της εκτελέσεως των εν τοις άρθρ. 38 και 51-55 ποινών, καθώς επίσης και των εν άρθρ. 69-72 μέτρων ασφαλείας κανονίζεται δι’ ιδιαιτέρων νόμων.
«Εκείνος που καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης για οφειλές προς το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, μπορεί να εκτίσει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, αφού υποβάλει σχετική δήλωση στην εισαγγελία του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται να εμφανίζεται κάθε μήνα στο αστυνομική τμήμα της περιφέρειάς του. Αν παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή, η έκτιση της ποινής συνεχίζεται κατά τις γενικές διατάξεις».
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν από την παρ.1 άρθρ.28 Νόμ.2915/28-19 Μαΐου 2001 (ΦΕΚ Α 109) , κατωτ.αριθ.39.
Ποιναί εις χρήμα
«Άρθρ.57.-Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 50.000 δραχμ. ούτε ανώτερη από 5.000.000 δραχμ. και το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 10.000 δραχμ. ούτε ανώτερο από 200.000 δραχμ.».
Το άρθρ. 57 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 2145/28-29 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), κατωτ. αριθ. 28.

Σελ. 28(ε)
Τεύχος 1365 Σελ. 8

Απόσβεσις των ποινών εις χρήμα
Άρθρ.58.-Η χρηματική ποινή και το πρόστιμον αποσβέννυνται δια του θανάτου του καταδικασθέντος, εν ουδεμιά δε περιπτώσει εκτελούνται κατά των κληρονόμων αυτού.
ΙΙ.Παρεπόμεναι ποιναί
Αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων
αυτοδίκαια
Άρθρ.59.1.Η καταδίκη εις θανατικήν ποινήν ή ισόβιον κάθειρξιν συνεπάγεται αυτοδικαίως την διαρκή αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασθέντος.
2.Η καταδίκη εις κάθειρξιν αορίστου διαρκείας κατ’ άρθρ. 90 κ. επομ. συνεπάγεται αυτοδικαίως την δεκαετή αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων.
Αποστέρησις επί καταδίκης εις πρόσκαιρον
κάθειρξιν
Άρθρ.60.-Επί καταδίκης εις πρόσκαιρον κάθειρξιν καταγινώσκεται πρόσκαιρος αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων διαρκείας δύο μέχρι δέκα ετών.
Αποστέρησις επί καταδίκης εις φυλάκισιν
Άρθρ.61.-Επί καταδίκης εις φυλάκισιν, εξαιρουμένων των ειδικώς εν τω νόμω προβλεπομένων περιπτώσεων, καταγινώσκεται αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων διαρκείας ενός μέχρι πέντε ετών, μόνον εάν η επιβληθείσα ποινή είναι τουλάχισοτν ενιαύσιος και εάν η τελεσθείσα πράξις ως εκ των αιτίων, του είδους και του τρόπου της εκτελέσεως αυτής και των λοιπών εν γένει περιστάσεων μαρτυρή παρά τω πράττοντι ηθικήν διαστροφήν χαρακτήρος.
Αποστέρησις επί καταδίκης εις περιορισμόν
εντός ψυχιατρικού καταστήματος
Άρθρ.62.-Επί καταδίκης εις περιορισμόν εντός ψυχιατρικού καταστήματος κατ’ άρθρ. 38, εάν μεν η πράξις είναι κακούργημα εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρ. 60, εάν δε η πράξις, είναι πλημμέλημα αι διατάξεις των άρθρ. 61 και 64.
Αποτέλεσμα της αποστερήσεως
Άρθρ.63.-Η αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επάγεται: 1) την οριστικήν απώλειαν των αιρετών δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών αξιωμάτων του καταδικασθέντος, των κατεχομένων υπ’ αυτού δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών θέσεων, παντός βαθμού εν τω στρατώ, της ιδιότητος του δικηγόρου, ως και των επιτίμων θέσεων και των παρασήμων 2)την ανικανότητα της αποκτήσεως τούτων, επί μεν της περιπτώσεως της παρ. 1 του άρθρ. 59 διαρκή, επί δε της περιπτώσεως της παρ. 2 του άρθρ. 59 και των περιπτώσεων των άρθρ. 60, 61 και 62 κατά τον εν τω νόμω ή τη αποφάσει οριζόμενον χρόνον 3)την ανικανότητα, κατά την εν τω προηγουμένω αριθμώ διάκρισιν α)να ψηφίση εν πολιτικαίς, δημοτικαίς ή κοινοτικαίς εκλογαίς και να εκλέγηται κατ’ αυτάς β) ν’ αποτελή μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζηται πραγματογνώμων υφ’ οιασδήποτε δημοσίας αρχής.
Μερική αποστέρησις επί φυλακίσεως
Άρθρ.64.-Το δικαστήριον δύναται επί φυλακίσεως, υφισταμένων των όρων του άρθρ. 61, να καταγνώση μερικήν αποστέρησιν τινών των εν τω άρθρ. 63 δικαιωμάτων, αν εκ του είδους της πράξεως και των λοιπών περιστάσεων αποκλείεται ο φόβος της καταχρήσεως των διατηρουμένων δικαιωμάτων.
Υπολογισμός χρόνου αποστερήσεως
Άρθρ.65.-1.Το αποτέλεσμα της αποστερήσεως, καθολικής ή μερικής, των πολιτικών δικαιωμάτων επέρχεται άμα ως καταστή αμετάκλητος η απόφασις. Η διάρκεια δ’ αυτής υπολογίζεται από της επομένης της ημέρας, καθ’ ην απετίθη, παρεγράφη ή δια χάριτος αφέθη η στερητική της ελευθερίας ποινή, μετά της οποίας κατεγνώσθη.
2.Εν περιπτώσει του άρθρ. 105 παρ. 1 και 2 η διάρκεια υπολογίζεται από της επομένης της εκ των φυλακών προσωρινής απολύσεως, εν δε ταις περιπτώσεσι των άρθρ. 71 και 72 από της επομένης της εκ του οικείου καταστήματος απολύσεως του καταδίκου.
Αποκατάστασις
Άρθρ.66.-1.Ο αποστερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων κατά τα άρθρ. 59-65 δύναται τη αιτήσει του να αποκατασταθή υπό του δικαστηρίου εις την απόλαυσιν αυτών, μετά παρέλευσιν πέντε ετών επί καταδίκης εις κάθειρξιν ή θανατικήν ποινήν μετατραπείσαν εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας και τριών ετών επί καταδίκης εις φυλάκισιν, αρχομένων από της αποτίσεως ή της δια χάριτος αφέσεως ή της παραγραφής της ποινής, εν ταις περιπτώσεσι δε των άρθρ. 71 και 72 από της εκτίσεως ή παραγραφής του μέτρου ασφαλείας, εάν βεβαιωθή ότι εν τω διαστήματι τούτω διήγαγεν έντιμον βίον και εξεπλήρωσεν εφ’ όσον ηδύνατο τας εκ του εγκλήματος προκυψάσας και δικαστικώς βεβαιωθείσας υποχρεώσεις. Εάν η κατά το άρθρ. 11 παρ. 1 αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων κατεγνώσθη μετά την απότισιν ή την δια χάριτος άφεσιν ή την παραγραφήν της ποινής, η αποκατάστασις δύναται να γίνη μετά παρέλευσιν τριών ετών, αφ’ ης ημέρας κατέστη αμετάκλητος ή την αποστέρησιν ν’ απαγγέλουσα απόφασις του πλημμελειοδικείου.
2.Επί καταδίκης εις περιορισμόν εντός ψυχιατρικύ καταστήματος, η κατά την παρ. 1 αποκατάστασις δύναται να χορηγηθή μετά παρέλευσιν πέντε ετών, εάν η πράξις είναι κακούργημα και τριών ετών, εάν η πράξις είναι πλημμέλημα.
3.Αν η περί αποκαταστάσεως αίτησις απορριφθή, δεν δύναται να επαναληφθή προ της παρελεύσεως δύο ετών.
4.Η διαδικασία, καθ’ ην χορηγείται η αποκατάστασις, ρυθμίζεται εν τη ποινική δικονομία.
Απαγόρευσις ασκήσεως επαγγέλματος
Άρθρ.67.-1.Εάν κακούργημά τι ή πλημμέλημα διεπράχθη κατά βαρείαν παράβασιν των καθηκόντων επαγγέλματός τινος, δια την ενάσκησιν του οποίου απαιτείται ειδική άδεια της αρχής, το δικαστήριο δύναται, εφ’ όσον κατά του υπαιτίου απαγγέλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή διαρκείας τουλάχιστον τριών μηνών, ν’απαγγείλη την ανικανότητα προς ενάσκησιν του επαγγέλματος επί χρονικόν διάστημα από ενός μέχρι πέντε ετών. Η ανικανότης αύτη συνεπάγεται την οριστικήν ανάκλησιν της παρασχεθείσης αδείας.
2.Η διάταξις του άρθρ. 65 εφαρμόζεται και επί του προκειμένου.
Δημοσίευσις της καταδικαστικής αποφάσεως
Άρθρ.68.-1.Υπό του δικαστηρίου δύναται να διαταχθή η δημοσίευσις της καταδικαστικής αποφάσεως, εάν αύτη επιβάλληται υπό του δημοσίου συμφέροντος.




(Μετά τη σελ. 28(ε) Σελ. 28,01
Τεύχος 1365 Σελ. 9

2.Εν ταις υπό του Νόμου ωρισμέναις περιπτώσεσιν η δημοσίευσις της καταδικαστικής αποφάσεως δύναται να διαταχθή τη αιτήσει του παθόντος, της δε αθωωτικής τη αιτήσει του αθωωθέντος, εάν το δικαστήριον κρίνη, ότι υφίσταται νόμιμον συμφέρον του αιτούντος.
3.Ο τρόπος της δημοσιεύσεως και η υποχρεώσις προς καταβολήν της προς ταύτην δαπάνης ορίζεται εν τη αυτή αποφάσει.
ΙΙΙ.Μέτρα ασφαλείας
Φύλαξις ακατολογίστων εγκληματιών
Άρθρ.69.-Αν τις ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών (άρθρ. 34) ή ένεκα κωφαλαλίας (άρθρ. 33 παρ. 1) απηλλάγη της ποινής ή της καταδιώξεως επί κακουργήματι ή πλημμελήματι, απειλουμένω εν τω Νόμω δια ποινής ανωτέρας των έξ μηνών, το δικαστήριον διατάσσει την εις δημόσιον θεραπευτικόν κατάστημα φύλαξίν του, εάν κρίνη ότι ούτος είναι επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν.
Διάρκεια της φυλάξεως
Άρθρ.70.-1.Την εκτέλεσιν της περί φυλάξεως διατάξεως της αποφάσεως επιμελείται η εισαγγελική αρχή.
2.Η φύλαξις συνεχίζεται, εφ’ όσον χρόνον επιβάλλει τούτο η δημοσία ασφάλεια.
3.Ανά πάσαν τριετίαν το δικαστήριον των πλημμελειοδικών εις ου την περιφέρειαν εκτελείται η φύλαξις αποφαίνεται, αν πρέπη να εξακολουθήση αύτη. Αλλά και κατά πάντα χρόνον δύναται το αυτό δικαστήριον, τη αιτήσει του εισαγγελέως ή της διευθύνσεως του καταστήματος, να διατάσση την απόλυσιν του υπό φύλαξιν.
Εισαγωγή εις θεραπευτικόν κατάστημα
αλκοολικών και τοξικομανών.
Άρθρ.71.-1.Εάν τις καταδικασθή επί κακουργήματι ή πλημμελήματι απειλουμένω εν τω Νόμω δια ποινής φυλακίσεως ανωτέρας των έξ μηνών και δυναμένω ν’ αποδοθή εις την κατάχρησιν οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων, ή εάν τις καταδικασθή επί εγκλήματι εν υπαιτίω μέθη, συμφώνως τω άρθρ. 193, το δικαστήριον δύναται να διατάξη την εισαγωγήν αυτού εις ειδικόν θεραπευτικόν κατάστημα, αν πρόκηται περί προσώπου καθ’ έξιν ποιουμένου κατάχρησιν οινοπνευματοδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων.
2.Η εισαγωγή εις το θεραπευτικόν κατάστημα επακολουθεί την απότισιν της ποινής, διαρκεί δε η εν αυτώ παραμονή, εφ’ όσον χρόνον απαιτεί ο σκοπός αυτής, ουδέποτε όμως πέραν της διετίας. Την προ της διετίας απόλυσιν αποφαίνεται το δικαστήριον των πλημμελειοδικών, εις ου την περιφέρειαν ευρίσκεται το κατάστημα, επί τη προτάσει της διευθύνσεως αυτού.

Σελ. 28,02
Τεύχος 1365 Σελ. 10
Παραπομπή εις κατάστημα εργασίας
Άρθρ.72.-1.Εάν η πράξις, δι’ ην εκηρύχθη τις ένοχος και δι’ην τω επεβλήθη φυλάκισις, δύναται να αποδοθή εις την φυγοπονίαν ή την προς τον άτακτον βίον ροπήν αυτού, το δικαστήριον δύναται, εις τας ειδικώς εν τω Νόμω καθοριζομένας περιπτώσεις, πλην της καταγνωσθείσης ποινής, να διατάξη την παραπομπήν αυτού εις επανορθωτικόν κατάστημα εργασίας.
2.Η εισαγωγή εις το κατάστημα εργασίας επακολουθεί την απότισιν της ποινής, η διάρκεια δε της εν τω καταστήματι παραμονής δεν δύναται να είναι κατωτέρα του ενός έτους, ουδέ ανωτέρα των πέντε ετών.
3.Μετά την λήξιν του ελαχίστου ορίου και ακολούθως ανά παν έτος το δικαστήριον των πλημμελειοδικών, εις ου την περιφέρειαν ευρίσκεται το κατάστημα, προτάσει της διευθύνσεως αυτού ή του εισαγγελέως, αποφαίνεται, αν ο κρατούμενος πρέπει ν’ απολυθή.
4.Εάν ο καταδικασθείς είναι υπότροπος η παραπομπή αυτού εις επανορθωτικόν κατάστημα εργασίας είναι υποχρεωτική.
Απαγόρευσις διαμονής
Άρθρ.73.-1.Αν εκ του είδους της εκτελεσθείσης πράξεως ή εκ του προσώπου του καταδικασθέντος και των λοιπών περιστάσεων το δικαστήριον κρίνη, ότι η διαμονή αυτού εις ωρισμένους τόπους προκαλεί συγκεκριμένον κίνδυνον δια την δημοσίαν τάξιν, δύναται, εάν η επιβληθείσα ποινή είναι κάθειρξις ή φυλάκισις τουλάχιστον ενός έτους, αλλ’ επί ταύτης μόνον εις τας εν τω Νόμω ειδικώς ωρισμένας περιπτώσεις, να καθορίση τους τόπους, εις ους η αστυνομική αρχή κατά την παρ. 2 δύναται να απαγορεύση την διαμονήν επί πέντε έτη κατ’ανώτατον όρον, αρχόμενα αφ’ ης ημέρας η ποινή απετίθη, παρεγράφη ή εχαρίσθη.
2.Η αστυνομική αρχή, συνεπεία της αποφάσεως ταύτης, δικαιούται μετά γνώμην της διευθύνσεως της φυλακής, να απαγορεύση εις τον καταδικασθέντα την διαμονήν κατά τον εν τη αποφάσει οριζόμενον χρόνον, εις άπαντας τους τόπους ους η απόφασις ορίζει, ή και εις τινας μόνον τούτων.
«3.Επί δευτέρας και πάσης περαιτέρω καταδίκης δι’ οιανδήποτε των αξιοποίνων πράξεων, κλοπής, απάτης, πλαστογραφίας, εκβιάσεως, "πορνογραφίας ανηλίκων", μαστρωπείας, σωματεμπορίας, "ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής", εκμεταλλεύσεως πόρνης, παραβάσεως των διατάξεων περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, προστασίας του εθνικού νομίσματος και αρχαιοτήτων, ως και εις τας εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου περιπτώσεις, το δικαστήριον επιβάλλει εις τον καταδικασθέντα την υποχρέωσιν όπως εντός δέκα ημερών από της εκτίσεως της ποινής του ή της καθ’ οιονδήποτε τρόπον απολύσεώς του, δηλώση εις την Αστυνομικήν Αρχήν του τόπου της διαμονής του την διεύθυνσιν της κατοικίας του και επί τριετίαν γνωστοποιή πάσαν μεταβολήν ταύτης εις την αυτήν αρχήν. Η διάταξις του άρθρ. 182 εφαρμόζεται και εν προκειμένω».
Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 1160/1972 (τόμ. 9 σελ. 136,03).
Οι μέσα σε «» φράσεις προστέθηκαν με την παρ.8 άρθρ.11 Νόμ.3064/11-15 Οκτ.2002 (ΦΕΚ Α΄248), κατωτ.αριθ.43.




























































(Αντί για τη σελ.29(ε) Σελ. 29(στ)
Τεύχος 1365 Σελ. 11
Απέλαση αλλοδαπού
Άρθρ.74.-«1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα.«Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλασή του λαμβάνεται υπόψη η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της οικογένειάς του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένειά του διαμένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του.»Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή».
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ. 42
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 1 Νόμ. 2408/31 Μαΐου- 4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
2.Δύναται επίσης το δικαστήριον να διατάξη την απέλασιν από της χώρας παντός αλλοδαπού εις τον οποίον επεβλήθη μέτρον ασφαλείας εκ των εν άρθρ. 69,71 και 72. Εν τη περιπτώσει ταύτη η απέλασις δύναται να διαταχθή και εις αντικατάστασιν των μέτρων τούτων.
«3.Οι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπον μπορούν να επιστρέφουν στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει μία τριετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 20 Νόμ. 2331/1995 (ΦΕΚ Α΄ 173), κατωτ. αριθ. 31.
«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδ. σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής».
Το μέσα « » δεύτερο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 20 Νόμ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997, (ΦΕΚ Α΄ 174), κατωτ. αριθ. 35.
«Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη τριμελούς συμβουλίου που αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, τον οποίο προτείνει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έναν ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας,
τον οποίο προτείνει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και τον διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου, καθώς και ο γραμματέας αυτού ορίζονται με τους αναπληρωτές τους για τρία έτη με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.»
Το μέσα «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ.2 άρθρ.6 Νόμ.3090/24-24 Δεκ.2002 (ΦΕΚ Α΄329), κατωτ.αριθ.42.
«4.Ο αλλοδαπός, μέχρι την απέλασή του, εξακολουθεί να παραμένει κρατούμενος σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων κράτησης ή θεραπευτικών καταστημάτων».
Η μέσα σε «» παρ. 4 προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 12 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), κατωτ. αριθ. 38.
Το άρθρ. 74 αντικατασταθέν δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 495/1974 (κατωτ. αριθ. 21) αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ. 1 Νόμ. 410/1976 (κατωτ. αριθ. 22).
Παραγραφή μέτρων ασφαλείας
Άρθρ.75.-1.Εάν, αφ’ ης κατέστη αμετάκλητος η απόφασις δι’ ης επεβλήθη μέτρον ασφαλείας τω άρθρ. 69, 71, 72, και 74, παρέλθη τριετία χωρίς να έχη αρχίσει η εκτέλεσις του μέτρου, δεν δύναται πλέον τούτο να εκτελεσθή, εκτός εάν το δικαστήριον διατάξη άλλως.
2.Την κατά την προηγουμένην παράγραφον εκτέλεσιν του μέτρου ασφαλείας το δικαστήριον δύναται να διατάξη μόνον, εάν ο σκοπός του μέτρου επιβάλλη και ήδη την εφαρμογήν αυτού.
3.Εν τη προθεσμία των τριών ετών δεν υπολογίζεται ο χρόνος, καθ’ ον υποβληθείς εις μέτρον ασφαλείας εκτίει ποινήν στερητικήν της ελευθερίας ή άλλο στερητικόν της ελευθερίας μέτρον ασφαλείας.









(Αντί για τη σελ. 30,01(α) Σελ. 30,01(β)
Τεύχος 1357 Σελ. 1

Δήμευσις
Άρθρ.76.-1.Αντικείμενα, άτινα παρήχθησαν δια κακουργήματος ή εκ δόλου πηγάζοντος πλημμελήματος, καθώς και το τίμημα αυτών και τα δι’ αυτών κτηθέντα, επίσης δε και αντικείμενα άτινα εχρησίμευσαν ή ήσον προωρισμένα προς τέλεσιν τοιαύτης πράξεως δύνανται, αν ανήκωσιν εις τον αυτουργόν ή τινα των συμμετόχων, να δημευθώσιν. Επί άλλων αξιοποίνων πράξεων το μέτρον τούτο δύναται να ληφθή μόνον εν ταις ειδικώς υπό του νόμου ωρισμένοις περιπτώσεσιν.
2.Εάν εκ των ανωτέρω αντικειμένων προκύπτη κίνδυνος της δημοσίας τάξεως, η δήμευσις αυτών καταγιγνώσκεται υποχρεωτικώς κατά παντός κατόχου και άνευ της καταδίκης ωρισμένου προσώπου επί τη τελεσθείση πράξει, εκτελείται δε και κατά των κληρονόμων, εάν η απόφασις κατέστη αμετάκλητος ζώντος του καθ’ ου απηγγέλθη η δήμευσις. Εάν δεν προηγήθη καταδίκη ωρισμένου προσώπου ή δεν ήτο δυνατή δίωξις, η δήμευσις διατάσσεται είτε υπό του δικάσαντος δικαστηρίου είτε υπό του δικαστηρίου πλημμελειοδικών, προτάσει του εισαγγελέως.
3.Εν πάση περιπτώσει δημεύσεως το δικαστήριον αποφαίνεται, εάν τα δημευθέντα δέον να καταστραφώσιν.
IV. Αποζημίωσις
Προτίμησις πληρωμής
Άρθρ.77.-Εάν τις κατεδικάσθη εις χρηματικήν ποινήν ή πρόστιμον και συνάμα εις αποζημίωσιν του παθόντος, η περιουσία του δε δεν επαρκή προς εκπλήρωσιν αμφοτέρων των υποχρεώσεών του τούτων, προτιμάται η πληρωμή της αποζημιώσεως.
Υπόχρεοι προς πληρωμήν
Άρθρ.78.-Πάντες οι δια την αυτήν πράξιν ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι καταδικασθέντες είναι εις ολόκληρον υπόχρεοι προς πληρωμήν της αποζημιώσεως.
















Σελ. 30,02(β)
Τεύχος 1357 Σελ. 2

Δεν υπάρχουν σχόλια: