09 ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρ.23.-1.(Προστίθενται περιπτ. ζ΄, η΄, θ΄, ι΄ και ια΄ στην παρ. 1 άρθρ. 2 Ν.Δ. 1017/1971, Τόμ. 6, σελ. 224,29). 2.(Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο παρ. 1 άρθρ. 18 Ν.Δ. 1017/1971, Τόμ. 6, σελ. 224,29). 3.(Αντικαθίσταται η παρ. 2 άρθρ. 2 Ν.Δ. 1017/1971, Τόμ. 6, σελ. 224,29). 4.(Παρατίθεται κάτω από το άρθρ. 2 Ν.Δ. 1017/1971, Τόμ. 6, σελ. 224,29). 5.(Προστίθεται περίπτ. δ΄ στην παρ. 2 άρθρ. 4 Νόμ. 1816/1989, Τόμ. 6, σελ. 224,401). Άρθρ.24.-(Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2, προστίθενται παρ. 3, 4 και 5 και οι παρ. 3 και 4 αναριθμούνται σε παρ. 6 και 7 του άρθρ. 4 Νόμ. 663/1977, Τόμ. 6, σελ. 136,05). Άρθρ.25.-(Αντικαθίσταται η περίπτ. α΄ παρ. 12 άρθρ. 3 Νόμ. 1653/1986, Τόμ. 6, σελ. 38,14). Άρθρ.26.-1.(Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 και η παρ. 3 αναριθμείται σε παρ. 2 του άρθρ. 10 Νόμ. 294/1976, Τόμ. 6, σελ. 208,25). 2.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 11 Νόμ. 294/1976, Τόμ. 6, σελ. 208,25). 3.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 24 Ν.Δ. 1025/1971, Τόμ. 6, σελ. 189). Άρθρ.27.-1.Συνιστώνται ειδικές επιτροπές για τη σύνταξη των ακολούθων Κωδίκων: α.Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. β.Κώδικα Δικαίου Ανηλίκων. «γ. Ποινικού Κώδικα δ. Κώδικα Πτωχευτικού Δικαίου ε. Κώδικα Δικονομίας Ελεγκτικού Συνεδρίου στ. Κώδικα Οργανισμού Ελεγκτικού Συνεδρίου». Τα μέσα σε «» στοιχ. γ΄, δ΄,ε΄ και στ΄ προστέθηκαν με την παρ. 9 άρθρ. 16 Νόμ. 3472 / 4-4 Ιουλ. 2006 (ΦΕΚ Α΄ 135), τόμ. 6. σελ. 146,55. 2.Συνιστώνται ειδικές επιτροπές: α)για την αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και β) για την ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου. Σελ. 84,248(β) Τεύχος -Σελ. 3.Τα μέλη των ανωτέρω επιτροπών ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης από καθηγητές πανεπιστημίου, δικαστικούς λειτουργούς εν ενεργεία ή όχι, δικηγόρους και υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης. «Καθήκοντα γραμματέων για καθεμία από τις επιτροπές ανατίθενται με την ίδια απόφαση σε μέλη του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, δικηγόρους ή υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης». Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 10 άρθρ. 16 Νόμ. 3472 / 4-4 Ιουλ. 2006 (ΦΕΚ Α΄ 135), τόμ. 6. σελ. 146,55. 4.Οι Επιτροπές πρέπει να περατώσουν το έργο τους μέσα στην προθεσμία που καθορίζει η υπουργική απόφαση για τη συγκρότησή τους. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί. 5.Οι Κώδικες της παρ. 1 του παρόντος άρθρου κυρώνονται κατά τη διαδικασία του άρθρ. 76 παρ. 6 του Συντάγματος. 6.(Καταργήθηκε από την παρ. 4 του άρθρ. 48 του Νόμ. 2172/16-16 Δεκ. 1993, ΦΕΚ Α΄ 207, τόμ. 6 σελ. 146,18). Άρθρ.28-29.-(Παρατίθενται στον Τόμ. 18Α, σελ. 296,435). Άρθρ.30.-1.(Προστίθενται εδάφια στην παρ. 3 άρθρ. 62 Ν.Δ. 3026/54, Τόμ. 6Α, σελ. 337). 2.Η όλη ποινική διαδικασία κατά βουλευτών, των οποίων αίρεται η ασυλία με απόφαση της Βουλής, πρέπει να περατώνεται εντός ενός έτους από τη διαβίβαση της δικογραφίας από τη Βουλή στην οικεία εισαγγελία πλημμελειοδικών. Για το σκοπό αυτόν όλες οι αντίστοιχες διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται από τα αρμόδια όργανα κατά προτίμηση. Άρθρ.31.-1.(Προστίθενται περιπτ. στ΄, ζ΄ και η΄ στην παρ. 2 άρθρ. 1 Β.Δ. 6/1961, Τόμ. 10Α, σελ. 290,01), των οποίων το κείμενο έχει ως εξής: «στ)Η διενέργεια όλων των δικαστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρ. 6 της κυρωθείσας δια του Ν.Δ. 4421/1961 Πολυμερούς Συμβάσεως «περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν» και ανάγονται στα καθήκοντα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ζ)Η διεξαγωγή όλων των δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στις διεθνείς συμβάσεις δικαστικής αρωγής επί ποινικών, αστικών και εμπορικών υποθέσεων, στις οποίες η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος και συνιστούν καθήκοντα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως κεντρικής αρχής και η)Η εν γένει νομική υποστήριξη της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες». Η λέξη «και» πριν από την περίπτ. ε΄ διαγράφτηκε και οι περιπτ. στ΄, ζ΄ και η΄ προστέθηκαν από την παρ. 1 άρθρ. 31 Νόμ. 2145/28-28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 88), Τόμ. 8 σελ. 84,243. «θ.Η διεξαγωγή όλων των δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στις διμερείς συμβάσεις δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών πολιτικών αποφάσεων». Η μέσα σε « » περ. θ΄ προστέθηκε ως άνω από την παρ. 1β του άρθρου 22 του Νομ. 2521/1-1 Σεπτ. 1997 (ΦΕΚ Α΄ 174) Τομ. 6Α σελ. 294,743. 2.(Καταργείται το άρθρ. 29 Νόμ. 1478/1984, Τόμ. 10, σελ. 154,03). (Μετά τη σελ. 84,248(β) Σελ. 84,2481Τεύχος -Σελ.


Άρθρ.32.-1.Για το παραδεκτό της ασκήσεως ένδικων μέσων ενώπιον των δικαστηρίων μπορεί να ορίζεται με κοινές κάθε φορά αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ότι πρέπει να καταβάλλεται παράβολο. Το ύψος του παραβόλου αυτού καθορίζεται με κοινές επίσης αποφάσεις των ανωτέρω Υπουργείων και τα αντίστοιχα ποσά κατατίθενται υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
2.Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να αναπροσαρμόζονται κάθε φορά: α) τα δικαστικά έξοδα πάσης φύσεως των δικαστικών εγγράφων και όλων των εγγράφων που υποβάλλονται σε υπηρεσίες αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή εκδίδονται από αυτές και β) τα ποσά που προβλέπονται από την παρ. 1 του άρθρ. 2 του Νόμ. ΤΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου».
Άρθρ.33.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 6Α, σελ. 430, 03).
Άρθρ.34.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 40Α, σελ. 473).
Άρθρ.35.-1.(Αντικαθίσταται η περίπτ. β΄ παρ. 1 άρθρ. 6 Νόμ. 1816/1988, Τόμ. 10, σελ. 154,217).
2.(Παρατίθεται κάτω από την παρ. 1 άρθρ. 6 Νόμ. 1816/1988, Τόμ. 10, σελ. 154,217).
Άρθρ.36.-1.Με Π.Δ/γμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, μπορεί να ιδρυθεί υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας στις εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας με τον τίτλο «Δικαστική Αστυνομία», που τελεί υπό την άμεση διεύθυνση του οικείου εισαγγελέα πρωτοδικών.
2.Σκοπός της Δικαστικής Αστυνομίας είναι η υποβοήθηση του εισαγγελέα πρωτοδικών στα καθήκοντά του με τη διενέργεια:
α.Προανακριτικών πράξεων.
β.Προκαταρκτικών εξετάσεων.
γ.Συλλογής αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να ανακαλυφθεί ο δράστης.
δ.Εκτελέσεως ποινικών δικαστικών αποφάσεων, ενταλμάτων συλλήψεως, προσωρινής κρατήσεως και βίαιης προσαγωγής, καθώς και κάθε άλλης διαδικαστικής πράξεως της ποινικής διαδικασίας κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα.
3.Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν θίγουν τις ισχύουσες διατάξεις που ορίζουν την αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας και τη σχέση της με τις εισαγγελικές αρχές.
4.Με το ίδιο Π.Δ/γμα καθορίζονται ο αριθμός των οργανικών θέσεων του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, η προέλευση, τα προσόντα, η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων, ο τρόπος και η διάρκεια εκπαίδευσης, η βαθμολογική κλίμακα, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αξιολογήσεως και προαγωγών, το πειθαρχικό δίκαιο, ο τρόπος εξόδου από την υπηρεσία και κάθε άλλο συναφές με την κατάσταση του προσωπικού αυτού θέμα, το ωράριο εργασίας, ο τρόπος εκτελέσεως των καθηκόντων, ο τύπος ειδικού δελτίου ταυτότητας και η δυνατότητα οπλοφορίας του προσωπικού αυτού, τα αναγκαία υλικοτεχνικά μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής της Δικαστικής Αστυνομίας, ως και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
5.Μέχρις ότου ιδρυθεί υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, δύνανται να αποσπώνται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, για την υποβοήθηση του Εισαγγελέα στα καθήκοντά του, αξιωματικοί, μέχρι και του Αστυνόμου Β΄, Ανθυπαστυνόμοι, Υπαξιωματικοί και Αστυφύλακες για χρονικό διάστημα δύο ετών. Ο συνολικός αριθμός αυτών δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαπέντε. Επίσης, με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού δύνανται να αποσπώνται και πολιτικοί υπάλληλοι είτε ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, εφόσον έχουν την ιδιότητα αυτήν, είτε ως πραγματογνώμονες ή τεχνικοί σύμβουλοι.
Οι αποσπώμενοι στην Εισαγγελία τελούν υπό την άμεση διεύθυνση του αρμόδιου εισαγγελέα και δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε αυτούς καθήκοντα ξένα προς την αποστολή τους.
Η απόσπαση μπορεί να ανανεώνεται για δύο ακόμη χρόνια με τον ίδιο τρόπο, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου και σύμφωνη πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα. Ανάκληση της απόσπασης επιτρέπεται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Ο προϊστάμενος της εισαγγελίας συντάσσει εντός του πρώτου διμήνου κάθε έτους ιδιαίτερη έκθεση για τους αποσπασμένους υπαλλήλους στην εισαγγελία σχετικά με την ικανότητα και απόδοσή τους κατά το προηγούμενο έτος. Οι εκθέσεις αυτές συντάσσονται με βάση τα κριτήρια και κατά τον τύπο που ισχύουν στην υπηρεσία του αξιολογούμενου.




(Αντί για τη σελ. 84,249) Σελ. 84,249(α)
Τεύχος 1211-Σελ. 35
Αντίγραφο κάθε εκθέσεως υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στον κατά περίπτωση αρμόδιο υπουργό, επιδίδεται δε και στον αξιολογούμενο με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου, στο οποίο ανήκει οργανικώς. Ο αξιολογούμενος, εντός προθεσμίας 30 ημερών από της επιδόσεως σ’ αυτόν της έκθεσης, έχει δικαίωμα να προσφύγει και να ζητήσει τη διόρθωσή της ενώπιον του συμβουλίου εφετών, εφαρμοζομένων αναλόγως κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρ. 87 του «Κώδικα οργανισμού των δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών».
Για την αξιολόγηση του αστυνομικού προσωπικού, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των άρθρ. 9, 15, 28 και 39 του Π.Δ. 15/1986 (ΦΕΚ 8 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.
Σε περίπτωση κατά την οποία αυτοί που είχαν αποσπασθεί στην εισαγγελία παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρ. 9 του Νόμ. 1756/1988 «Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών».
Άρθρ.37.-1.(Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο παρ. 2 άρθρ. 24 Νόμ. 1868/1989, Τόμ. 39, σελ. 76).
2.(Προστίθεται παρ. 4α στο άρθρ. 24 Νόμ. 1868/1989, Τόμ. 6Α, σελ. 390,330).
3.(Αντικαθίσταται η παρ. 8 άρθρ. 10 Ν.Δ. 4114/1960, Τόμ. 39, σελ. 67).
Άρθρ.38.-«1.Οι, κατά το άρθρ. 11 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1988 (Νόμ. 1990/1991) των Ηνωμένων Εθνών, αιτήσεις αλλοδαπών κρατών, υποβάλλονται με κάθε μέσο μεταδόσεως, αλλά πάντως εγγράφως, απευθείας ή και μέσω της ΙΝΤΕΡΠΟΛ προς το Συντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών (Σ.Ο.Δ.Ν.), το οποίο, αφού ελέγξει τη νόμιμη προέλευση και το νομότυπο της αιτήσεως, αναφέρει αμέσως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με εμπιστευτικό έγγραφό του, στο οποίο επισυνάπτει και αντίγραφο του τηλεγραφήματος ή τυχόν άλλου εγγράφου, που περιέχει την αίτηση».
Η παρ. 1, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 15 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
2.Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, εφόσον οι παρεχόμενες από το αιτούν Κράτος εγγυήσεις διασφαλίζουν τον έλεγχο της μεταφοράς και τη σύλληψη των ενεχομένων στην υπόθεση προσώπων, ειδοποιεί αμέσως τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών από τις περιφέρειες των οποίων προβλέπεται ότι θα γίνει η μεταφορά. Οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών οφείλουν μετά την πιο πάνω ειδοποίηση να απόσχουν από την άσκηση ποινικής δίωξης και να ενεργήσουν ό,τι είναι αναγκαίο για να μη διακοπεί η μεταφορά.


Σελ. 84,250(α)
Τεύχος 1211-Σελ. 36

«3.Το Συντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών (Σ.Ο.Δ.Ν.) έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της πραγματοποιούμενης μεταφοράς καθ’ όλη τη διάρκειά της, από την είσοδο μέχρι την έξοδο των ναρκωτικών από τη χώρα».
Η παρ. 3, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 15 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
4.Αμέσως μετά την έξοδο των ναρκωτικών από τη χώρα και το αργότερο εντός 48 ωρών, η ανωτέρω υπηρεσία συντάσσει έκθεση στην οποία αναγράφονται λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τη διενεργηθείσα υπό τον έλεγχο μεταφορά, και ιδίως η ημερομηνία, η ώρα και ο τόπος εισόδου και εξόδου των ναρκωτικών από τη χώρα. Αντίγραφο της έκθεσης υποβάλλεται με εμπιστευτικό έγγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.
«5.Αιτήσεις ημεδαπών δικαστικών αρχών για τη διενέργεια μεταφοράς υπό έλεγχο, εκτός της ελληνικής επικράτειας, διαβιβάζονται μέσω του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς το Συντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή».
Η παρ. 5 προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 15 Νόμ. 2331/1995, ΦΕΚ Α΄ 173, (κατωτ. αριθ. 31).
Άρθρ.39.-(Προστίθεται νέα παρ. 2 στο άρθρ. 2 Α.Ν. 92/1967, και οι υπάρχουσες παρ. 2 και 3 αναριθμούνται σε παρ. 3 και 4, Τόμ. 40, σελ. 197).
Άρθρ.40.-(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 8 Νόμ. 1647/1986, Τόμ. 7Α, σελ. 262,01).





Άρθρ.41.-1.(Προστίθενται ορισμοί με αριθ.28 και 29 στο άρθρ. 1 Νόμ. 2075/1992, Τόμ. 22Α, σελ. 384,221).
2-7.(Προστίθεται άρθρ. 24α μετά το άρθρ. 24 Νόμ. 2075/1992, Τόμ. 22Α, σελ. 384,221).
8.(Καταργείται το άρθρ. 13 Νόμ. 1866/1989, Τόμ. 18Α, σελ. 296,424).
9.(Προστίθεται παρ. 4 στο άρθρ. 25 Νομ. 2075/1992, Τόμ. 22Α, σελ. 384,221).
10.(Προστίθεται εδάφιο στο άρθρ. 26 Νόμ. 2075/1992, Τόμ. 22Α, σελ. 384,221).
Άρθρ.42.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 23Α, σελ. 426,01).
Άρθρ.43.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 4 άρθρ. 8 Νόμ. 1337/1983, Τόμ. 23Α, σελ. 294,457).
2.(Παρατίθεται κάτω από το άρθρ. 3 Νόμ. 1337/1983, Τόμ. 23Α, σελ. 294,457).
3.(Αντικαθίσταται η παρ. 4 άρθρ. 42 Νόμ. 1337/1983, Τόμ. 23Α, σελ. 294,457).
Άρθρ.44.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 31Γ, σελ. 954,93).
Άρθρ.45.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 114 Νόμ. 1892/1990, Τόμ. 17Α, σελ. 456,453).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 5 άρθρ. 114 Νόμ. 1892/1990, Τόμ. 17Α, σελ. 456,453).
3.(Προστίθεται παρ. 8 στο άρθρ. 114 Νόμ. 1892/1990, Τόμ. 17Α, σελ. 456,453).
Άρθρ.46.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 71 Νόμ. 998/1979, Τόμ. 17Α, σελ. 456,39).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 71 Νόμ. 998/1979, Τόμ. 17Α, σελ. 456,39).
3.(Καταργείται η παρ. 4 και αναριθμούνται οι παρ. 5, 6 και 7 σε παρ. 4, 5 και 6 του άρθρ. 71 Νόμ. 998/1979, Τόμ. 17Α, σελ. 456,39).
4.(Προστίθενται παρ. 3 και 4 στο άρθρ. 35 Νόμ. 998/1979, Τόμ. 17Α, σελ. 456,39).
Άρθρ.47.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 31Β, σελ. 832,902).
Άρθρ.48.-(Προστίθεται περίπτ. στ΄ στην παρ. 2 άρθρ. 10 Νόμ. 736/1977, Τόμ. 31Γ, σελ. 917).
Άρθρ.49-52.-(Παρατίθενται στον Τόμ. 31Γ, σελ. 1269).
Άρθρ.53.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 13(2), σελ. 244,71075).
Άρθρ.54-55.-(Παρατίθενται στον Τόμ. 31Γ, σελ. 1256).
Άρθρ.56.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 31Γ, σελ. 964,01).
Άρθρ.57.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 31Γ, σελ. 1256).
Άρθρ.58.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 32Α, σελ. 312,05).
Άρθρ.59.-(Προστίθεται παρ. 11 στο άρθρ. 12 Νόμ. 1481/1984, Τόμ. 4, σελ. 16,49).
Άρθρ.60.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 23Γ, σελ. 710,08).
Άρθρ.61-62.-(Παρατίθενται στον Τόμ. 15Β1, σελ. 18,402).
Άρθρ.63.-(Παρατίθεται κάτω από την παρ. 2 άρθρ. 15, Νόμ. 1866/1989, Τόμ. 18Α, σελ. 296,424).
Άρθρ.64.-(Προστίθεται εδάφιο στην παρ. 3 άρθρ. 64 Π.Δ. 774/1980, Τόμ. 29, σελ. 40,355).
Άρθρ.65.-(Παρατίθεται στον Τόμ. 23Γ, σελ. 710,08).
Άρθρ.66.-(Παρατίθεται επάνω από το άρθρ. 12 Νόμ. 248/1976, Τόμ. 17Α, σελ. 572,601).
Άρθρ.67.-1.Ελληνικές τεχνικές εταιρείες και κοινοπραξίες αυτών, που εκτελούν στη Λιβύη τεχνικά έργα, ως ανάδοχοι του Λιβυκού Δημοσίου ή άλλων Λιβυκών Αρχών και έχουν τη δραστηριότητά τους αποκλειστικά στη χώρα αυτή, δεν κηρύσσονται σε κατάσταση πτωχεύσεως όσο διαρκεί το EMBARGO του Ο.Η.Ε., που επιβλήθηκε στη Λιβύη με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και έξι (6) μήνες μετά τη λήξη του.
2.Αιτήσεις πτωχεύσεως εκκρεμείς σε κάθε βαθμό, κατά των εταιρειών αυτών, που ασκήθηκαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, απορρίπτονται επίσης ως απαράδεκτες.
«3.Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν ο αιτών την κήρυξη της πτωχεύσεως εργαζόμενος, που έχει την ιθαγένεια Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει απαιτήσεις κατά των εταιρειών αυτών προερχόμενες από σύμβαση εργασίας».
Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α παρ. 14 άρθρ. 5 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
















(Αντί για τη σελ. 84,251) Σελ. 84,251(α)
Τεύχος 1257-Σελ. 25
«4.Αναστέλλεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας των τεχνικών εταιρειών της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και των υπέρ αυτών εγγυηθέντων, όσο διαρκεί το EMBARGO του Ο.Η.Ε. και έξι (6) μήνες μετά την άρση του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 και με τους περιορισμούς της παρ. 3 του άρθρου αυτού».
Η παρ. 4 προστέθηκε από την περίπτ. β΄ παρ. 14 άρθρ. 5 Νόμ. 2408/31 Μαΐου-4 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 104) (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 158/11-7-1996), κατωτ. αριθ. 32.
Άρθρ.68-(Παρατίθεται στον Τόμ. 3Α, σελ. 318,439).
Άρθρ.69.-Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις α) του άρθρ. 7 που ισχύει από 16 Σεπτ. 1993, β) της παρ. 5 του άρθρ. 10 που ισχύει από 1 Ιουν. 1993, γ) της παρ. 8 του άρθρ. 20 που ισχύει από 1 Ιουλ. 1993 και δ) της παρ. 1 του άρθρ. 30 από 1.1.1994 και όποιας άλλης διατάξεως ορίζει διαφορετικό χρόνο ενάρξεως ισχύος.
































Σελ. 84,252(α)
Τεύχος 1257-Σελ. 26
29. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2172
της 16/16 Δεκ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 207)
Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Νόμ. 1756/1988 «Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών», του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Άρθρ.33.-1.Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μόνο η τελευταία.
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρ. 106 του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
3.(Προστίθεται άρθρ. 110Α στον Π.Κ. τόμ. 8 σελ. 21 και 84,13).
4.(Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρ. 113 του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
5.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 155 του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
6.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 181 του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
7.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 370Α, του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
8.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο τέλος του άρθρ. 370Α, του Π.Κ. τόμ. 8, σελ. 21 και 84,13).
9.Καταργούνται οι εξής διατάξεις του Ποινικού Κώδικα:
α)Το άρθρ. 232α, που προστέθηκε με το άρθρ. 7 του Νόμ. 1941/1991.
β)Το άρθρ. 370Δ, που προστέθηκε με το άρθρ. 31 του Νόμ. 1941/1991 και αριθμήθηκε με το άρθρ. 19 παρ. 4 του Νόμ. 1968/1991.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ.35.-1.Ο Νόμ. 1916/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 του Νόμ. 2145/1993, καταργείται.
2.α)Αν εκκρεμεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρ. 9 του Νόμ. 1916/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 του Νόμ. 2145/1993, η δικογραφία υποβάλλεται μέσα σε 15 ημέρες από την ισχύ του νόμου αυτού στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί περαιτέρω κατά τα άρθρ. 43 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β)Εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού ποινική δίωξη με βάση τις διατάξεις του Νόμ. 1916/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 του Νόμ. 2145/1993 και βρίσκονται στο στάδιο της ανάκρισης, εισάγονται εντός δεκαπέντε ημερών από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στο αρμόδιο με βάση την κρινόμενη πράξη συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρ. 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το συμβούλιο έχει την προβλεπόμενη στα άρθρ. 309 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αρμοδιότητα. Περαιτέρω ανάκριση διατάσσεται ιδίως όταν η διενεργηθείσα πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ανάκριση δεν είχε ολοκληρωθεί ή όταν με βάση το Νόμ. 1916/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 του Νόμ. 2145/1993, είχαν διαταχθεί ή διενεργηθεί ανακριτικές πράξεις, οι οποίες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα. Σε περίπτωση παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αρμόδιο είναι το από τις οικείες διατάξεις προβλεπόμενο δικαστήριο.
γ.Αν η υπόθεση πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό και εκκρεμεί έφεση, η εκδίκασή της γίνεται από το κατά τόπο και καθ’ ύλην με βάση την κρινόμενη πράξη, δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως του δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο βαθμό.
3.Το άρθρ. 28 του Νόμ. 2145/1993 καταργείται.
4.(Καταργήθηκε από την παρ.4 άρθρ.8 Νόμ.3090/24-24 Δεκ. 2002, ΦΕΚ Α΄329, κατωτ.αριθ.41).
Άρθρ.36.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 1 Νόμ. 1608/50, ανωτ. αριθ. 4).
2.(Αντικαθίστανται το άρθρ. 390 Ποιν. Κώδ. ανωτ. αριθ. 3 και 27).
Για τις λοιπές διατάξεις βλ. τόμ. 6 σελ. 146,18.









(Αντί για τη σελ. 84,253) Σελ. 84,253(α)
Τεύχος 1357 Σελ. 35
30. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2207
της 22/25 Απρ. 1994 (ΦΕΚ Α΄ 65)
(Διόρθ. Σφαλμ. στο τεύχος Α΄ 82/26-5-1994)
Προσωρινή κράτηση και έλεγχος της διάρκειάς της, αναστολή ποινών, απόλυση υπό όρο, επιτάχυνση διαδικασίας πολιτικών υποθέσεων και άλλες διατάξεις.
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Άρθρ.1.-1.Στο άρθρ.82 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α)(Αντικαθίσταται εδάφιο στην παρ. 2, άρθρ. 82 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
β)(Αντικαθίσταται η παρ. 11 άρθρ. 82 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 99 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
3.Στο άρθρ. 100 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α)(Αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρ. 100 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
β)(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 100 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
4.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 100Α Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
5.Στο άρθρ. 105 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α)(Προσθέτεται εδάφιο στην παρ. 1 άρθρ. 105 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
β)(Αντικαθίσταται η παρ. 2 άρθρ. 105 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
γ)(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 105 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
δ)(Προσθέτεται παρ. 4 στο άρθρ. 105 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
6.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 107 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
7.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 108 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
8.α)(Προσθέτεται δεύτερο εδάφιο στην παρ. 1 άρθρ. 100 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
β)(Αντικαθίσταται η παρ. 2 άρθρ. 110 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
9.(Καταργείται η παρ. 3 άρθρ. 127 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
10.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 129 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
11.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 315 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
12α)(Αντικαθίσταται το άρθρ. 458 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).
β)(Καταργούνται τα άρθρ. 50, 86, 106Α, 391 και 408 Ποινικού Κώδικα, ανωτ. αριθ. 3 και 27).





Σελ. 84,254(α)
Τεύχος 1357 Σελ. 36

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρ.2.-1.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 282 Κώδικα Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
2.(Προσθέτεται δεύτερο εδάφιο στην παρ. 1 άρθρ. 283 Κώδικα Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
3.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 287 Κώδ. Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
4.(Παρατίθεται ως σχόλιο, στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 άρθρ. 283 Κώδικα Ποιν. Δικονομίας, τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρ.3.-(Παρατίθεται στον τόμ. 10, σελ. 154,220).
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ.4.-1.α.Κρατούμενοι που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού εκτίουν ποινή φυλάκισης απολύονται από το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρ. 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον δεν κατέστησαν φυγόποινοι μετά την καταδίκη τους:
Ι.αν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι ένα έτος.













ΙΙ.Αν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη του έτους και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ήμισυ αυτής.
β.Όσοι απολύονται υπό όρο κατά το εδάφ. α΄ αν υποπέσουν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέο από δόλο προερχόμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής, για το οποίο έχουν απολυθεί υπό όρο.
γ.Οι διευθυντές των σωφρονιστικών καταστημάτων οφείλουν μέσα σε πέντε ημέρες από την ισχύ του νόμου αυτού να υποβάλουν στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων που πληρούν τις προϋποθέσεις του εδάφ. α΄ για την εφαρμογή του παρόντος.
δ.Απολύσεις που γίνονται κατά το εδάφ. α΄ ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης στις αρμόδιες υπηρεσίες ποινικού μητρώου και καταχωρούνται στα ατομικά δελτία των απολυθέντων.
ε.Προσωπική κράτηση κατά τις κείμενες διατάξεις των απολυομένων κατά το εδάφ. α΄ για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων και τελών, που έχουν επιβληθεί με τις οικείες καταδικαστικές αποφάσεις, δεν επιτρέπεται.
στ.Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού λύεται από το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του εδάφ. α΄. Η διάταξη της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και σε αυτούς που μετά τη δημοσίευση του νόμου απέκτησαν τις προϋποθέσεις του εδάφ. α΄ κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου και εφόσον εκτίουν την ποινή κατά τη δημοσίευση του νόμου.
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 25 Νόμ. 2058/1952, τόμ. 9, σελ. 174).
3.(Αντικαθίσταται η παρ. 5 άρθρ. 25 Νόμ. 2058/1952, τόμ. 9, σελ. 174).
4.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 3 Α.Ν. 2520/1940, ΦΕΚ Α΄ 273, τόμ. 34Α, σελ. 328,01).
5.(Προσθέτονται διατάξεις στο εδάφ. α΄ άρθρ. 2 Νόμ. 2475/1920, τόμ. 4Α, σελ. 299).
6.Τα κωλύματα διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, ν.π.δ.δ., υπηρεσίες δήμων και κοινοτήτων, που οφείλονται σε προηγούμενη εγκληματική δράση, δεν ισχύουν για άτομα τα οποία έχουν εκτίσει την ποινή ή τα μέτρα ασφαλείας που τους έχουν επιβληθεί ή έχουν απολυθεί υπό όρο, εφόσον προσλαμβάνονται σε θέσεις βοηθητικού ή ανειδίκευτου προσωπικού με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ως ωρομίσθιοι.
7.Καταργούνται:
α)η παρ. 3 του άρθρ. 25 του Νόμ. 2058/1952 (τόμ. 9, σελ. 174) και
β)το άρθρ. 13 του Νόμ. 1436/1984 (τόμ. 11, σε σελ. 210,221)
γ)το άρθρ. 62 του Νόμ. 1851/1989 (τόμ. 6Β, σελ. 650,01).
Άρθρ.5.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 146,12).
Άρθρ.6.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 146,12).
Άρθρ.7.-1.Όσοι κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης, και δεν είχαν τη δυνατότητα, όταν καταδικάστηκαν, να ασκήσουν έφεση ελλείψει δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, μπορούν να απολυθούν υπό όρο με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 106 του Π.Κ., κατά παρέκκλιση του άρθρ. 105 του Π.Κ., εφόσον ήδη έχουν εκτίσει ή μόλις εκτίσουν πραγματικά 15 έτη από την ποινή τους.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρ. 105 επόμενα του Νόμ. 1492/1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
2.Τα άρθρ. 99 παρ. 1 και 100 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και σε όσους έχουν καταδικαστεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, εφόσον η καταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν έχει εκτισθεί ή αποτιθεί ολόκληρη η επιβληθείσα ποινή. Για την αναστολή αποφαίνεται το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ο οποίος κλητεύεται προκειμένου να υποστηρίξει την αίτησή του. Εκπροσώπησή του με συνήγορο επιτρέπεται μόνο αν κρατείται.
Άρθρ.8.-(Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρ. 42 του Νόμ. 1892/1990 τόμ. 152, σελ. 246,09).
Άρθρ.9.-(Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 54 του Νόμ. 1851/1989, τόμ. 6Β, σελ. 650,01).
Άρθρ.10.-(Παρατίθεται στον τόμ. 35, σελ. 238,101).
Άρθρ.11.-(Παρατίθεται στον τόμ. 132, σελ. 280,01).
Άρθρ.12.-(Αντικαθίσταται η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρ. 480α Κώδικα Πολ. Δικονομ. τόμ. 10, σελ. 65 και 154,146).
Άρθρ.13.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 7 του ν.δ. 802/1971, τόμ. 1, σελ. 116,01).
Άρθρ.14.-Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.








(Μετά τη σελ. 84,254) Σελ. 84,255
Τεύχος 1181-Σελ. 99
31. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2331
της 23/24 Αυγ. 1995 (ΦΕΚ Α΄ 173)
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις -Ολομέλεια Αρείου Πάγου- Διαιτησίες και άλλες διατάξεις.
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
παράνομων εσόδων
Άρθρ.1.-Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια:
«α. «Εγκληματικές δραστηριότητες»:
i) Τα εξής εγκλήματα, καλούμενα βασικά εγκλήματα:
αα) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ)),
ββ) τρομοκρατικές πράξεις (άρθρο 187Α ΠΚ),
γγ) χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α ΠΚ,
δδ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ),
εε) εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ),
στστ) απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ),
ζζ) σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),
ηη) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α΄) «καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών»,
θθ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15 και 17 του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α΄) «όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κ.λπ.»,
ιι) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 2, 53-55, 61 και 63 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄) «για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς»,
ιαια) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν.δ. 181/1974 (ΦΕΚ 347 Α΄) «περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών»,
ιβιβ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 και στο άρθρο 88 του ν. 3386/2005,
ιγιγ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτο του ν. 2803/2000 (ΦΕΚ 48 Α΄) «προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων»,
ιδιδ) δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού, όπως προβλέπεται στο άρθρο δεύτερο του ν. 2658/1998 (ΦΕΚ 265 Α΄) «για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές»,
ιειε) δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στα άρθρα τρίτο και τέταρτο του ν. 2802/2000 (ΦΕΚ 47 Α΄),
ιστιστ) η κατάχρηση αγοράς είτε συντελείται με κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας είτε με χειραγώγηση της αγοράς, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄).
««ιζιζ’. Τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων τρίτο ως και έκτο και όγδοο του νόμου, με τον οποίο κυρώνεται η Σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης της 27ης Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, της 15ης Μαΐου 2003.»»
ii) Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.»
Το μέσα σε ««»» στοιχ. ιζιζ΄, προστέθηκε με το άρθρο έβδομο Νόμ. 3560/10-14 Μαΐου 2007 (ΦΕΚ Α΄103), κατωτ. σελ. 122,62.
Το μέσα σε «» στοιχ. α΄, όπως η υποπερίπτωσή του αθ΄ είχε αντικατασταθεί από το άρθρ. 70 Νόμ. 3028/28-28 Ιουν. 2002 (ΦΕΚ Α΄ 153), τομ. 31 σελ. 914,10, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 2 Νόμ.3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
«β. «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες»: Οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:
- η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,
- η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
- η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες,







(Αντί για τη σελ. 84,257(δ) Σελ. 84,257(ε)
Τεύχος Σελ.
- η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης.»
Το μέσα σε «» στοιχ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 5 άρθρ. 2 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
γ.«Περιουσία»: Περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.
«δ. «Πιστωτικό Ίδρυμα»: Επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων από το κοινό ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της παραγράφου 16 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), καθώς και το στερούμενο ιδίας νομικής προσωπικότητας υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του στην αλλοδαπή. Περισσότερα υποκαταστήματα στην ημεδαπή του ιδίου αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος θεωρούνται ως ενιαίο πιστωτικό ίδρυμα. Στον ορισμό αυτόν εμπίπτουν επίσης το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και η Τράπεζα της Ελλάδος.»
Το μέσα σε «» στοιχ.δ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ.2 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
«ε. «Χρηματοπιστωτικός Οργανισμός»: Επιχείρηση, η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται σε τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση μίας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία β΄ έως ιβ΄ του άρθρου 24 του ν. 2076/1992, καθώς επίσης και:
α) οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου
β) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων
γ) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία
δ) οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία
ε) οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
στ) οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης
ζ) τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος
η) οι εταιρείες παροχής πιστώσεων
θ) οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων



Σελ. 84,258(ε)
Τεύχος Σελ.

ι) τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή
ια) οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασκούν ασφαλίσεις ζωής.»
Το μέσα σε «» στοιχ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ.2 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
«στ. «Αρμόδια Αρχή»: Ως αρμόδια αρχή για τα πρόσωπα των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών των περιπτώσεων ζ΄, η΄ και θ΄ του στοιχείου ε΄ του παρόντος άρθρου ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ του ίδιου στοιχείου ε΄ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τις ασφαλιστικές εταιρείες της περίπτωσης ια΄ του ίδιου στοιχείου ε΄ η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, για τα πρόσωπα των περιπτώσεων ε΄, ζ΄, η΄, ι΄ και ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, για τα πρόσωπα της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α το Υπουργείο Δικαιοσύνης και από τα πρόσωπα της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α για μεν τα καζίνο του διαδικτύου, το Υπουργείο Oικονομίας και Οικονομικών, για δε τα καζίνο και τις εταιρείες τυχερών παιχνιδιών η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών. Για τα πρόσωπα της περίπτωσης ι΄ του ανωτέρω στοιχείου ε΄ αρμόδια αρχή είναι η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι είναι αντίστοιχοι με τους αλλοδαπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που εγκαθιστούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα.»

Ποινικός Κώδικας 8.Α.α.31
Το μέσα σε «» στοιχ.στ΄, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ. 4 άρθρ.18 Νόμ. 3148/3-5 Ιουν. 2003 (ΦΕΚ Α΄ 136), τόμ. 12 σελ. 108,873, αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. 4 άρθρ.2 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
ζ.«Αρμόδιος Φορέας»: Η προβλεπόμενη από το άρθρ. 7 Επιτροπή.
«η.«Πρόσωπο»: Φυσικό ή νομικό πρόσωπο.»
«θ.«Ηλεκτρονική Μεταφορά Κεφαλαίων»: Συναλλαγή πραγματοποιούμενη με πρωτοβουλία του εντολέα μέσω πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, με σκοπό να τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου χρηματικό ποσό σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Ο εντολέας και ο δικαιούχος μπορεί να είναι το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.»
«ι.«Διασυνοριακή Μεταφορά Κεφαλαίων»: Μεταφορά κεφαλαίων στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που λαμβάνουν την εντολή μεταφοράς κεφαλαίων υπόκεινται σε διαφορετική έννομη τάξη από εκείνη στην οποία υπόκεινται το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που θέτουν τα μεταφερόμενα κεφάλαια στη διάθεση του δικαιούχου.»
Τα μέσα σε «» στοιχεία η΄, θ΄ και ι΄ προστέθηκαν με την παρ. 5 άρθρ. 2 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Για την επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις για την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο βλέπε άρθρ.8 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
Άρθρ.2.-«1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
β. Ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α΄ τιμωρείται με κάθειρξη αν έδρασε ως υπάλληλος των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α παράγραφος 1 και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ’ επάγγελμα ή είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης.
γ. Με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται όποιος υπάλληλος των προσώπων του άρθρου 2α παράγραφος 1 ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά υπόπτων συναλλαγών πρόσωπο, παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων και κανόνων.
δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α΄, β΄ και γ΄, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης.





(Μετά τη σελ. 84,258(ε) Σελ. 84,2581
Τεύχος Σελ.


Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ’ αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ’ αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ’ αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ΄ ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β΄. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β΄.»

8.Α.α.31 Ποινικός Κώδικας
«ε. Πρόσοδοι που προέρχονται από τα πλημμελήματα της φοροδιαφυγής και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου. Πρόσοδοι που προέρχονται από μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, εφόσον το οφειλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει συνολικά τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €)».
Το μέσα σε «» στοιχείο ε΄ προστέθηκε με το άρθρ. 17 Νόμ. 3472 / 4-4 Ιουλ. 2006 (ΦΕΚ Α΄ 135), Τόμ. 6. σελ. 146,55.
Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ.3 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.


Σελ. 84,2582
Τεύχος Σελ.

2.Όποιος εξεταζόμενος από δικαστικές αρχές ως μάρτυς, ή από άλλες αρμόδιες αρχές ή αναφερόμενος σ’ αυτές, υπό οιανδήποτε ιδιότητα με πρόθεση αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αλήθεια όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο η περιουσία αυτή βρίσκεται, γνωρίζοντας ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι μηνών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης τιμωρίας του. Το δικαστήριο
δύναται να μην επιβάλει ποινή, αν ο εξεταζόμενος ή αναφερόμενος είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος μέχρι δευτέρου βαθμού με εκείνον ο οποίος ανέπτυξε εγκληματική δραστηριότητα.
3.Όποιος ιδρύει ή αποκτά επιχείρηση ή συνιστά οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος της πρώτης παραγράφου ή εν γνώσει συμμετέχει σε τέτοια επιχείρηση ή οργάνωση ή παρέχει σε άλλον συμβουλές για τη διάπραξη τέτοιου εγκλήματος, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης τιμωρίας του.
4.Τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμα και στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων
Η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο πέμπτο Νόμ.2655/24 Νοεμ.-1 Δεκ.1998 (ΦΕΚ Α΄264), κατωτ.σελ.122,50.
5.Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
6.Περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρ. 310 παρ. 2 και 373 Κ.Π.Δ., δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. «Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει τα 4.000 ευρώ και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του προηγούμενου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος.»
Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας.
7.Σε περίπτωση καταδίκης για απόπειρα τελέσεως εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 στοιχ. α΄ κατάσχεται και δημεύεται η περιουσία την οποία ο δράστης σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο έγκλημα.
8.Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρ. 492 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση, εκτός αν η απόφαση ή το βούλευμα εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο ή δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που αποφαίνεται τελεσιδίκως. Εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και οι διατάξεις του άρθρ. 504 παρ. 3 Κ.Π.Δ., εκτός αν η απόφαση εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο.
9.Τρίτος, κατά της περιουσίας του οποίου διατάχθηκε δήμευση, χωρίς να συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της σχετικής διάταξης της απόφασης, μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοσή της σ’ αυτόν. Τα άρθρ. 492 και 504 παρ. 3 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.
10.Αν η αναφερόμενη στην παρ. 6 του άρθρου αυτού περιουσία δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί, επιβάλλεται χρηματική ποινή ίση με την κατά τον χρόνο της καταδικαστικής απόφασης αξία της περιουσίας αυτής, την οποία προσδιορίζει το δικαστήριο.
Για την επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις για την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο βλέπε άρθρ.8 Νόμ.2928/25-27 Ιουν.2001 (ΦΕΚ Α΄141), κατωτ.αριθ.40.
«Άρθρο 2α
1. Στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου υπόκεινται τα εξής πρόσωπα:
α) τα πιστωτικά ιδρύματα
β) οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί
γ) οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης
δ) οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων
ε) οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου
στ) οι ορκωτοί λογιστές, ελεγκτές και εξωτερικοί λογιστές, καθώς και οι ελεγκτικές εταιρείες
ζ) οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών
η) οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρείες
θ) τα καζίνο, τα καζίνο του διαδικτύου (internet) και οι εταιρείες διοργάνωσης τυχερών παιχνιδιών
ι) οι οίκοι δημοπρασίας
ια) οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας και οι εκπλειστηριαστές όταν η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ είτε η πληρωμή γίνεται εφάπαξ είτε με δόσεις
ιβ) οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δημιουργία, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευματικών εταιρειών, επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων. Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με αποκλειστικό σκοπό τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να προβεί σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
ιγ) οι ταχυδρομικές εταιρείες, μόνο στην έκταση που ασκούν τη δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στα πλαίσια της εποπτείας της επί των εταιρειών αυτών, συνεργάζεται με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών και με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.


(Μετά τη σελ. 84,2582) Σελ. 84,2583
Τεύχος Σελ.

2. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύνανται να ορίζονται διαφοροποιημένες υποχρεώσεις των προσώπων της παραγράφου 1 οι οποίες προβλέπονται στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του νόμου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος και την οικονομική επιφάνεια των υπόχρεων προσώπων, τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους και το βαθμό κινδύνου που ενέχουν οι εν λόγω δραστηριότητες και συναλλαγές των προσώπων αυτών ως προς την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

8.Α.α.31 Ποινικός Κώδικας
3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης ορίζονται κριτήρια για τον προσδιορισμό των ατομικών επιχειρήσεων και των εταιρειών που υπάγονται στην έννοια των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας της περίπτωσης ια΄ της παραγράφου 1.
4. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών για την αδειοδότηση, καταχώρηση, επιχορήγηση ή έλεγχο των εταιρειών, οργανισμών, οργανώσεων, σωματείων και άλλων μορφών ενώσεων προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθορίζονται τρόποι, μέτρα και διαδικασίες για την αποτροπή χρησιμοποίησης των ανωτέρω για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως η τήρηση μητρώου των ανωτέρω από αρμόδια αρχή, ανά κατηγορία και η υποχρεωτική διεκπεραίωση των κυριότερων συναλλαγών τους μέσω πιστωτικού ιδρύματος.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για σχετικές αποφάσεις ή βουλεύματα, καθώς και για τα τυχόν δημευθέντα ή κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία.
6. Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ως κεντρική συντονιστική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών αντιμετώπισης των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για το συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών και για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας μας. Με αποφάσεις του Υπουργού





Σελ. 84,2584
Τεύχος Σελ.

Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζονται διαδικασίες και μέτρα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για την ανταλλαγή πληροφοριών, μη εμπιστευτικής φύσεως, μεταξύ του ανωτέρω Υπουργείου, της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 και των αρμόδιων αρχών για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω.
Βλ. την με αριθ. 5833/Β 2136/7-22 Φεβρ. 2007 (ΦΕΚ Β΄220), απόφ. Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών , κατωτ. αριθ. 51.
7. Ειδικά για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας και άλλα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που υπάγονται στα βασικά εγκλήματα, ορίζεται η εξής διαδικασία:
α) Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) είναι αρμόδια για την παραπομπή στη δικαιοσύνη υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή και για υποθέσεις που υπάγονται στις λοιπές αρμοδιότητές της εφόσον έχει συντάξει τη σχετική πορισματική αναφορά. Η υποβολή της αναφοράς στη δικαιοσύνη γίνεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα της ΥΠ.Ε.Ε. με ενημέρωση της Διεύθυνσης Ειδικών Οικονομικών Υποθέσεων και της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7.
β) Για τις ανωτέρω υποθέσεις για τις οποίες έχουν επιληφθεί οι Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή τα τελωνεία υποβάλλονται αναφορές στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7 μέσω των αντίστοιχων Γενικών Διευθύνσεων Φορολογικών Ελέγχων και Τελωνείων.

Ποινικός Κώδικας 8.Α.α.31
γ) Τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 2α παράγραφος 1 υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τα ανωτέρω αδικήματα στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, πλην των δικηγόρων που υποβάλλουν αναφορές στην ειδική επιτροπή του άρθρου 4 παράγραφος 19.»
Το άρθρ. 2Α προστέθηκε με το άρθρ. 4 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ. 47.
Άρθρ.3.-1.Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεως ή σε ποινή καθείρξεως φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ετών, για έγκλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 στοιχ. α΄ του νόμου αυτού, κάθε περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από έγκλημα αναφερόμενο στην ίδια διάταξη, έστω και αν γι’ αυτό δεν χώρησε καταδίκη. Με την ίδια διαδικασία δημεύεται και κάθε περιουσία που το πρόσωπο αυτό απέκτησε κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν από το χρόνο τελέσεως εγκλήματος, που αναφέρεται στο άρθρ. 1 στοιχ. α΄ του νόμου αυτού για το οποίο χώρησε καταδίκη και μέχρι το χρονικό σημείο που η καταδίκη αυτή έγινε αμετάκλητη. Η περιουσία αυτή τεκμαίρεται υπέρ του Δημοσίου ότι αποκτάται από έγκλημα που αναφέρεται στην ίδια διάταξη, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.
2.Αν η περιουσία μεταβιβάστηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της, κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα και τελούσε σε κακή πίστη, αν κατά το χρόνο που απέκτησε γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.
Άρθρ.4.-1.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν κατά τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιασδήποτε επιχειρηματικής σχέσης και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων οποιασδήποτε φύσεως, κατά τη σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών φυλάξεως περιουσιακών στοιχείων και κατά τη μίσθωση θυρίδας θησαυροφυλακείου, καθώς και κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσομένου. Η απόδειξη γίνεται με την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου ή άλλου δημοσίου εγγράφου. Από τα στοιχεία πρέπει πάντως να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση κατοικίας, το ήδη ασκούμενο από το συμβαλλόμενο ή συναλλασσόμενο επάγγελμα και η επαγγελματική του διεύθυνση. Εκτός από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο συναλλαγές, η υποχρέωση αυτή υπάρχει και για κάθε συναλλαγή, το ποσό της οποίας είναι ισότιμο σε δραχμές με 15.000 ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ENM/ECU) τουλάχιστον, είτε γίνεται με μία πράξη είτε με περισσότερες που γίνονται την ίδια ημέρα ή ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση. Αν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά το χρόνο της συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός εξακριβώνει την ταυτότητα μόλις πληροφορηθεί το ποσό ή διαπιστώσει ότι αυτό ανέρχεται στο ισότιμο των 15.000 ENM/ECU τουλάχιστον.
«Ειδικώς ως προς την ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύναται να ορίζεται ότι οι υποχρεώσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν για συναλλαγές μικρότερες των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, ως προς τις συναλλαγές που υπολείπονται των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, να ορίζουν υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών λιγότερο αυστηρές των προβλεπομένων στην παρούσα παράγραφο, όπως την απλή επαλήθευση, βάσει εγγράφων, των στοιχείων που αναγράφονται στα σχετικά μηνύματα.»
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 1 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.






(Μετά τη σελ. 84,2584) Σελ. 84,2585
Τεύχος Σελ.

2.Όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος ενεργεί για λογαριασμό άλλου, εκτός από την απόδειξη της δικής του ταυτότητας κατά την παρ. 1, οφείλει να αποδείξει και τα στοιχεία του τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί. Το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να εξακριβώσει την αλήθεια και των στοιχείων αυτών και όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος δεν προβεί στην πιο πάνω δήλωση, αλλά υπάρχει βάσιμη αμφιβολία για το αν ενεργεί για δικό του λογαριασμό ή βεβαιότητα ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου.
3.Σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για το αν οι συμβαλλόμενοι ή συναλλασσόμενοι, που αναφέρουν οι προηγούμενες παράγραφοι, ενεργούν για ίδιο λογαριασμό ή σε περίπτωση βεβαιότητας για το ότι δεν ενεργούν για ίδιο λογαριασμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ευλόγως απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την πραγματική ταυτότητα των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί ενεργούν.
4.Κατά παρέκκλιση από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, δεν απαιτείται εξακρίβωση της ταυτότητας: α) Στις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες υπάγονται κατά το άρθρ. 1 στις διατάξεις του νόμου αυτού, αν το ποσό του ασφαλίστρου ή των περιοδικών ασφαλίστρων, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ισάξιο 1.000 ENM/ECU ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής το ισάξιο 2.500 ENM/ECU. Αν το ασφάλιστρο ή τα περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των 1.000 ENM/ECU, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας. β) Στις συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται βάσει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς ούτε μπορεί να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου.
5.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν την ευχέρεια κατά την κρίση των, αλλά δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην κατά το άρθρο αυτό εξακρίβωση ταυτότητας, όταν ο συναλλασσόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικός οργανισμός, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Δημόσιο.
6.Εξακρίβωση της ταυτότητας γίνεται και σε κάθε περίπτωση που υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.



Σελ. 84,2586
Τεύχος Σελ.

7.Τα στοιχεία, τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές, και τα νομιμοποιητικά έγγραφα φυλάσσονται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών: α) όσον αφορά τις συμβάσεις, μετά τη λήξη των σχέσεών τους με τους πελάτες τους, β) όσον αφορά τις συναλλαγές, από τη διενέργεια της τελευταίας συναλλαγής, εκτός αν και στις δύο περιπτώσεις, επιβάλλεται από άλλη διάταξη νόμου η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα.
«Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που λαμβάνουν εντολές για διασυνοριακή ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, οφείλουν να περιλαμβάνουν στα σχετικά μηνύματα το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, εφόσον τα προς μεταφορά κεφάλαια προέρχονται από λογαριασμό καταθέσεων που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που πραγματοποιεί τη μεταφορά, τον αριθμό λογαριασμού του εντολέα.
Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορούν να καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στα μηνύματα μεταφοράς κεφαλαίων εντός της χώρας. Στην παραπάνω υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται τα μηνύματα που αφορούν μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για ίδιο λογαριασμό και συγκεκριμένα τα μηνύματα για μεταφορές κεφαλαίων όπου τόσο ο εντολέας όσο και ο δικαιούχος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. Στην υποχρέωση αναγραφής στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται μεταφορές κεφαλαίων λόγω συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, εφόσον στο μήνυμα αναγράφεται ο αριθμός της εν λόγω κάρτας. Αν όμως η πιστωτική ή η χρεωστική κάρτα χρησιμοποιείται για μεταφορά κεφαλαίων που δεν συνδέεται με εμπορική συναλλαγή, τα σχετικά μηνύματα υπόκεινται στις ανωτέρω υποχρεώσεις.»

Ποινικός Κώδικας 8.Α.α.31
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 2 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
8 (Καταργήθηκε από την παρ. 6 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, ΦΕΚ. Α΄305, κατωτ. αριθ.47).
«9.α. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν: αα) να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή η οποία από τη φύση της ή από στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσομένου μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων ή τρομοκρατών, ββ) να θεσπίζουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τα ανωτέρω εγκλήματα, γγ) να συνεκτιμούν και το συνολικό χαρτοφυλάκιο το οποίο ενδεχομένως διατηρεί σε αυτά ο συναλλασσόμενος για να εξακριβώσουν τη συνάφεια και συμβατότητα της υπόψη συναλλαγής με το χαρτοφυλάκιο αυτό, δδ) να μεριμνούν ώστε οι διατάξεις της υποπαραγράφου αυτής να εφαρμόζονται στις θυγατρικές εταιρείες και στα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό, εκτός αν αυτό απαγορεύεται, πλήρως ή μερικώς, από τη σχετική αλλοδαπή νομοθεσία, οπότε ενημερώνουν τον αρμόδιο Εισαγγελέα και την Αρχή του άρθρου 7 και εε) να λαμβάνουν κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο που αποφασίζει η αρμόδια αρχή τους για την αποτροπή των ανωτέρω εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης της συναλλαγής, εφόσον δεν έχουν ικανοποιηθεί οι όροι της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του συναλλασσομένου, όπως ειδικότερα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές.
β. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μπορούν ενδεικτικώς: αα) να εξειδικεύονται τα κριτήρια που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα εποπτευόμενα από αυτές πρόσωπα κατά τον έλεγχο τυχόν σύνδεσης συναλλαγών με τα ανωτέρω εγκλήματα, ββ) να προσδιορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία των συναλλαγών ή/και των συναλλασσομένων που οφείλουν τα πρόσωπα αυτά να απαιτούν κατά τις συναλλαγές τους, γγ) να ορίζονται πρόσθετες υποχρεώσεις των προσώπων αυτών για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και δδ) να καθορίζονται ο τρόπος, τα όργανα και οι λεπτομέρειες ασκήσεως των σχετικών ελέγχων.
γ. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, συ-γκροτούν εκάστη, ειδική υπηρεσιακή μονάδα στελεχωμένη με τουλάχιστον δύο υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης, με σκοπό τον έλεγχο της συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές εταιρειών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που επιβάλλονται με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου. Αυτές οι ειδικές υπηρεσιακές μονάδες συνεπικουρούνται από τους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και ιδίως από τους ελέγχοντες, άμεσα ή έμμεσα, τις εποπτευόμενες από αυτές εταιρείες. Αυτές οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν κάθε ημερολογιακό εξάμηνο αναλυτική έκθεση στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών σχετικά με την αξιολόγηση των επί μέρους εταιρειών και για τυχόν επιβληθέντα από τις αρχές αυτές μέτρα ή κυρώσεις. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα η σχετική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αξιολογεί συνολικά κάθε πιστωτικό ίδρυμα και όχι τα επί μέρους υποκαταστήματά του και η πρώτη σχετική έκθεση υποβάλλεται μετά το πρώτο εξάμηνο του 2006. Η υποβολή των ανωτέρω εκθέσεων στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού ή επαγγελματικού απορρήτου.»
Η παρ. 9 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.








(Αντί για τη σελ. 84,259(β) Σελ. 84,259(γ)
Τεύχος Σελ.

10.Κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. Στα υποκαταστήματα η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν στο διευθυντή του υποκαταστήματος, ο οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος αν συμμερίζεται τις υπόνοιες. Αν ο διευθυντής του υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του κωλύεται ή αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφέροντος υπαλλήλου, τότε ο υπάλληλος αναφέρεται στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. Ο τελευταίος ενημερώνει σχετικά, τηλεφωνικώς και με εμπιστευτικό έγγραφο, τον Αρμόδιο Φορέα παρέχοντάς του συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά από την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
«Κάθε χρηματοπιστωτικός όμιλος ορίζει ένα διευθυντικό στέλεχος, από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου, ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των σχετικών με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού υποχρεώσεων των επί μέρους εταιρειών του ομίλου. Προς τούτο το στέλεχος αυτό συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα ανωτέρω αναφερόμενα διευθυντικά στελέχη των επί μέρους εταιρειών του ομίλου, λαμβάνει γνώση των τυχόν αναφορών τους προς τον αρμόδιο φορέα και δύναται να υποβάλει αναφορές και ο ίδιος στον αρμόδιο φορέα. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζονται λεπτομέρειες και τεχνικά ζητήματα των ανωτέρω δύο εδαφίων, ιδίως η νομική έννοια του ομίλου και τα κριτήρια προσδιορισμού της μεγαλύτερης εταιρείας κάθε ομίλου. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν τη μεγαλύτερη εταιρεία κάθε ομίλου δύνανται να προσδιορίζονται διαδικασίες και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν οι όμιλοι και οι εταιρείες κάθε ομίλου. Οι ανωτέρω αποφάσεις κοινοποιούνται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.»
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 4 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
11.Την κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρέωση ενημερώσεως του Φορέα έχει και κάθε υπάλληλος της Αρμόδιας Αρχής καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με τη διενέργεια ελέγχου σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αν κατά την άσκηση των καθηκόντων του υποπέσουν στην αντίληψή του γεγονότα τα οποία ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
«Υποχρέωση προς ενημέρωση του αρμόδιου φορέα δεν έχουν τα πρόσωπα της περίπτωσης ιβ΄ του άρθρου 2α όταν οι σχετικές πληροφορίες αποκτήθηκαν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την εξακρίβωση της νομικής θέσης του πελάτη ή όταν ασκούν το καθήκον τους προς υπεράσπιση ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με κάποια δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών που δόθηκαν στον πελάτη τους για την κίνηση ή την αποφυγή οποιασδήποτε διαδικασίας, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες αυτές λαμβάνονται ή αποκτώνται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από τη διαδικασία αυτή.»
Τα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 5 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
12.Τα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να μην πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εκτός αν για την άμεση πραγματοποίηση της συναλλαγής συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή αυτό επιβάλλεται από τη φύση της, καθώς και όταν η μη πραγματοποίηση της συναλλαγής ενδέχεται να δυσχεράνει την αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων ή προσώπων που πιθανόν ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων. Στην περίπτωση αυτή η αναφορά υποβάλλεται αμέσως μετά τη συναλλαγή.
13.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους το ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παρ. 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων






(Αντί για τη σελ. 84,261(α) Σελ. 84,261(β)
Τεύχος Σελ.


από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Αλλιώς τίθεται στο αρχείο και παραμένει μυστική.
14.Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα.
«14.α. Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κανονιστικές διατάξεις που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές, επιβάλλονται σε βάρος του κυρώσεις, με απόφαση της αρμόδιας αρχής. Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει, κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εποπτευόμενων από αυτήν χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από το καταστατικό της (άρθρο 55Α) και την ισχύουσα νομοθεσία.»
Η παρ. 14 α προστέθηκε με την παρ. 6 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ. 47.
15.Η γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη.
16.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη της παρ. 10, καθώς και τα κατά την παρ. 11 πρόσωπα, απαγορεύεται να γνωστοποιούν το γεγονός ότι διαβιβάστηκαν ή ότι ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε αυτόν τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες ή σε τρίτους. Όποιος από πρόθεση παραβιάζει το κατά την παράγραφο αυτή καθήκον εχεμύθειας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
17.Με προεδρικό δ/γμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου, αναπροσαρμόζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό ποσά.



Σελ. 84,262(β)
Τεύχος Σελ.

«18. Στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού οι λέξεις «τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα πρόσωπα του άρθρου 2α», εφαρμοζομένης της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 2α.»
Η παρ. 18 προστέθηκε με την παρ. 7 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
«19. Στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού και της υποχρέωσης των δικηγόρων για υποβολή αναφορών ύποπτων συναλλαγών, συνιστάται επιτροπή η οποία λαμβάνει, αξιολογεί, επεξεργάζεται και διαβιβάζει τις αναφορές αυτές προς τον αρμόδιο φορέα. Η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από πέντε μέλη, οριζόμενα με τριετή θητεία από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και εδρεύει στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της ανωτέρω Ολομέλειας, ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας της επιτροπής αυτής, καθώς και η διαδικασία συνεργασίας και επικοινωνίας της με τον αρμόδιο φορέα.»
Η παρ. 19 προστέθηκε με την παρ. 8 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Εκδόθηκε η με αριθ. 109438 /28 Σεπτ.- 16 Οκτ. 2006 (ΦΕΚ Β΄ 1517) αποφ. Υπουργού Δικαιοσύνης, κατωτ. αριθ. 48.
«20. Οι διαχειριστές των αγορών μετοχών, παραγώγων και συναλλάγματος υποχρεούνται να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την αποτροπή και τον άμεσο εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να αναφέρουν στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7 χωρίς καθυστέρηση τις περιπτώσεις για τις οποίες ευλόγως υποπτεύονται ότι πραγματοποιούνται τα ανωτέρω αδικήματα, γνωστοποιώντας όλες τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία και παρέχοντας κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνησή τους. Στις ανωτέρω αγορές περιλαμβάνονται και τα Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και «εσωτερικοποιημένες» αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή Ε.Π.Ε.Υ.»

Ποινικός Κώδικας 8.Α.α.31
Η παρ. 20 προστέθηκε με την παρ. 9 άρθρ. 5 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Άρθρ.5.-1.Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση των λογαριασμών που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακείου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για εγκληματική δραστηριότητα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρ. 2 αυτού του νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως, η απαγόρευση της κινήσεως των λογαριασμών ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στο διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο.
2.Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
3.Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου, μετά την πιο πάνω σημείωση, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 6 και επ. του άρθρ. 2 του νόμου αυτού.
Για τη ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής της διάταξης της άνω παρ. 3, βλ. απόφ. Υπουργού Δικαιοσύνης 88457/31 Ιουλ.-19 Αυγ. 1997 (ΦΕΚ Β΄ 709), κατωτ. αριθ. 36.
4.Ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σ’ αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, στο οποίο δεν μετέχει ο ανακριτής, αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.



(Μετά τη σελ. 84,262(β) Σελ. 84,2621
Τεύχος Σελ.


«5. Στις περιπτώσεις που η έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων από βασικό έγκλημα ή για τον εντοπισμό περιουσίας γίνεται από την Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, η απαγόρευση κίνησης λογαριασμών ή η απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, μπορεί σε επείγουσες περιπτώσεις να διαταχθεί από τον Πρόεδρό της, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται παραπάνω.»

8.Α.α.31 Ποινικός Κώδικας
Η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρ. 6 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005, (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Άρθρ.6.-1.Οι διατάξεις των παρ. 9 και επ. του άρθρ. 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου, καθώς και τις λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 1 στοιχ. ε΄ εδάφ. β΄.
2.Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο επιτρέπεται να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και των στοιχείων, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα μέλη του χρηματιστηρίου, καθώς και οι λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 1 στοιχ. ε΄ εδάφ. β΄ του νόμου αυτού. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως, προανακρίσεως, ανακρίσεως, ή δίκης επιτρέπεται να ζητηθεί και να επισυναφθεί στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν τον κατηγορούμενο. Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει το μέλος του Χρηματιστηρίου ή ο εκπρόσωπος της επιχείρησης. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που φέρεται ή που ισχυρίζεται ότι τον αφορούν.











Σελ. 84,2622
Τεύχος Σελ.


3.Κάθε μέλος του Χρηματιστηρίου και κάθε εκπρόσωπος των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλει να αναφέρει, με εμπιστευτικό έγγραφο, στον Αρμόδιο Φορέα κάθε συναλλαγή που θεωρεί ότι είναι ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
4.Ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού, θεωρούνται και οι τελωνειακοί υπάλληλοι.
« Άρθρο 7
1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Η Αρχή εδρεύει στην Αθήνα και έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο ακριβής τόπος των συνεδριάσεων της Αρχής.
2. Η Αρχή συγκροτείται από Πρόεδρο και έντεκα Μέλη. Η θητεία του Προέδρου και των Μελών της Αρχής είναι τριετής, δυνάμενη να ανανεωθεί.
3. Πρόεδρος της Αρχής διορίζεται επί τιμή Ανώτατος Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός ή πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, ευρείας κοινωνικής αποδοχής και εμπειρίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο Πρόεδρος επιλέγεται και διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι δημόσιος λειτουργός πλήρους απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου δημόσιου λειτουργήματος. Ο Πρόεδρος της Αρχής δεν επιτρέπεται να ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνει άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικά καθήκοντα Μελών Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.
4. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως Μέλη διορίζονται: α) δύο πρόσωπα που προτείνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με τους αναπληρωτές τους, β) από ένα πρόσωπο που προτείνεται από τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας με τον αναπληρωτή του, γ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με τον αναπληρωτή του, δ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με τον αναπληρωτή του, ε) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, με τον αναπληρωτή του, στ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, με τον αναπληρωτή του και ζ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από τον Πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, με τον αναπληρωτή του. Τα Μέλη της Αρχής πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.
5. Μέχρι την έκδοση της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης για τη διαπίστωση του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄), στην ανωτέρω περίπτωση δ΄ το Μέλος της Αρχής με τον αναπληρωτή του ορίζονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.
6. Η Αρχή έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σε αυτήν και σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του ν. 2331/1995.
β) δέχεται, διερευνά και αξιολογεί κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σε αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
γ) έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής τήρησης και επεξεργασίας δεδομένων, περιλαμβανομένου του συστήματος Τειρεσίας. Στο πλαίσιο των ερευνών της δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο.
δ) μπορεί να διενεργεί οικονομικούς ελέγχους, σε σοβαρές κατά την κρίση της περιπτώσεις, σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση άλλης Αρχής.
ε) ζητά, κατά τη διάρκεια των ελέγχων της προηγούμενης περίπτωσης, στοιχεία που αφορούν την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
στ) ζητά τη συνεργασία υπηρεσιών και οργανισμών οποιασδήποτε μορφής και την παροχή στοιχείων, ακόμα και από δικαστικές αρχές, εξ αφορμής του ελέγχου και της έρευνας στοιχείων σχετικών με εγκληματικές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων, προερχόμενων από την τέλεση των εγκλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1.



(Αντί για τη σελ. 84,263(β) Σελ. 84,263(γ)
Τεύχος Σελ.

ζ) ενημερώνει εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τον διαβιβάζοντα την πληροφορία ότι την έλαβε και του παρέχει άλλα σχετικά στοιχεία χωρίς όμως να παραβιάζεται το απόρρητο των προανακριτικών της ενεργειών ή να δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
η) αξιολογεί και διερευνά πληροφορίες και αναφορές που διαβιβάζονται σε αυτή από αρμόδιους φορείς της χώρας μας ή από τα αρμόδια όργανα διεθνών οργανισμών και αφορούν το έγκλημα της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, σύμφωνα με την αριθμ. 1373/2002 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και με τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 467/2001, 2580/2001 και 308/2002 όπως και με κάθε άλλη συναφή προς το θέμα αυτό πράξη των διεθνών οργανισμών και λαμβάνει τα απαραίτητα σχετικά μέτρα για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.
7. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για πέντε έτη μετά την ακούσια ή εκούσια αποχώρησή τους από την Αρχή.
8. Η Αρχή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που αποσπάται από τα Υπουργεία και τους δημόσιους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Για το σκοπό αυτόν, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, συνιστώνται και κατανέμονται έως πενήντα (50) συνολικά θέσεις, οι οποίες πληρούνται μόνο με απόσπαση. Ειδικότερα, σε θέσεις επιστημονικού προσωπικού αποσπώνται άτομα με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι αποσπάσεις του προσωπικού που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια γίνονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής. Οι υπηρετούντες με απόσπαση στην Αρχή λαμβάνουν το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων από την υπηρεσία από την οποία έχουν αποσπασθεί, πλην αυτών που σχετίζονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους.

Σελ. 84,264(γ)
Τεύχος Σελ.

9. Για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτόν και τα συναφή με αυτά, οι υπάλληλοι της Αρχής θεωρούνται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν κωλύονται να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο εκ του ότι ενήργησαν ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νόμου αυτού και τα συναφή με αυτά. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 243 Κ.Π.Δ., εποπτεύουν τους προαναφερόμενους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους κατά τη διενέργεια προανάκρισης και προκαταρτικής εξέτασης. Η εποπτεία αυτή συνίσταται ιδίως στο δικαίωμα να ενημερώνονται για όλες τις πληροφορίες ή καταγγελίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες της Αρχής, να λαμβάνουν γνώση όλων των υποθέσεων που χειρίζονται και να παρακολουθούν την πορεία τους, να δίδουν οδηγίες, να κατευθύνουν και να παρίστανται κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων. Κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων στην έδρα της Αρχής για εξέταση. Η κατά τα ανωτέρω σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται μετά την περάτωσή της στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
10. Όταν η Αρχή θεωρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και το αποστέλλει μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο, από όπου είναι δυνατόν να ανασυρθεί, συσχετιζόμενη με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη ύποπτη κατά την προαναφερόμενη έννοια, σύμβαση ή συναλλαγή.

Ποινικός Κώδικας 8.Α.α.31
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Αρχής.
12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οι αποδοχές του Προέδρου, η αποζημίωση των Μελών, καθώς και τυχόν πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί με απόσπαση και βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
13. Ο Πρόεδρος της Αρχής και τα Μέλη αυτής υποβάλλουν κατ’ έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει, δήλωση περιουσιακής κατάστασης.»
Το άρθρ. 7 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 7 Νόμ. 3424/12-13 Δεκ. 2005 (ΦΕΚ Α΄305), κατωτ. αριθ.47.
Βλ.και την υπ’ αριθ. 40844/Β 1703 / 12-23 Οκτ. 2006 (ΦΕΚ Β΄ 1549) αποφ. Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατωτ. αριθ. 49.
Άρθρ.8.-Η γνωστοποίηση αρμοδίως πληρο-φοριών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος, κατά τα αναφερόμενα στα άρθρ. 4 και 6 του νόμου αυτού, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής, νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής, απαγόρευσης ανακοίνωσης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρ. 1 στοιχ. δ΄ και ε΄ και για τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά στελέχη τους, εκτός αν αυτοί ενήργησαν κακοβούλως. Το ίδιο ισχύει και ως προς τα μέλη και τους υπαλλήλους της Επιτροπής του άρθρ. 7.
Άρθρ.9.-Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται τα άρθρ. 5 και 6 του τρίτου Κεφαλαίου (καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες) του Νόμ. 2145/1993, (ΦΕΚ 88 Α΄), (ανωτ. αριθ. 28).




















































(Μετά τη σελ. 84,264(γ) Σελ. 84,2641
Τεύχος Σελ.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ρύθμιση ζητημάτων προσωπικού
και άλλες διατάξεις
Άρθρ.10.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 208,423).
Άρθρ.11.-1.(Αντικαθίσταται φράση στην παρ. 3 άρθρ. 16 Νόμ. 1756/1988, ΦΕΚ Α΄ 35, τόμ. 6, σελ. 109).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 572 Κωδ. Ποιν. δικονομ., τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
3.Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των εισαγγελέων πρωτοδικών αυξάνεται κατά 4 και ορίζεται συνολικά σε 108 μειουμένων αντιστοίχως κατά 4 των κατά την παρ. 8 του άρθρ. 16 του Νόμ. 2298/1995 10 θέσεων αντεισαγγελέων πρωτοδικών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε 181.
Άρθρ.12.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 208,423).
Άρθρ.13.-1.(Αντικαθίσταται φράση στην παρ. 2 άρθρ. 17 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 6Β, σελ. 626,03).
2.α.(Αντικαθίστανται οι παρ. 2 έως και 5 άρθρ. 18 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 6Β, σελ. 626,03).
β.(Αντικαθίσταται η παρ. 9 άρθρ. 18 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 6Β, σελ. 626,03).
γ.(Αντικαθίσταται η παρ. 11 άρθρ. 18 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 6Β, σελ. 626,03).
3.(Παρατίθεται ως σχόλιο στην παρ. 1 άρθρ. 18 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 6Β, σελ. 626,03).
Άρθρ.14.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 224,409).
Άρθρ.15.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 38 Νόμ. 2145/1993, ΦΕΚ Α΄ 88, ανωτ. αριθ. 28).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 38 Νόμ. 2145/1993, ΦΕΚ Α΄ 88, ανωτ. αριθ. 28).
3.(Προσθέτεται παρ. δ΄ στο άρθρ. 38 Νόμ. 2145/1993, ΦΕΚ Α΄ 88, ανωτ. αριθ. 28).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ολομέλεια Αρείου Πάγου-Διαιτησίες
Σχολή Δικαστών-Ποινικές
και άλλες διατάξεις
Άρθρ.16.-1.1(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 23 Νόμ. 1756/1988, ΦΕΚ Α΄ 35, τόμ. 6, σελ. 109).
2.Οι παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου 23 Νόμ. 1756/1988, αριθμούνται ως 3 και 4, αντιστοίχως, και η παρ. 4 καταργείται.
3.(Προσθέτεται φράση στην παρ. 5 άρθρ. 23 Νόμ. 1756/1988, ΦΕΚ Α΄ 35, τόμ. 6, σελ. 109).
2.Οι διατάξεις του άρθρ. 23 του Νόμ. 1756/1988, οι οποίες αντικαθίστανται με την προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται στις υποθέσεις που συζητούνται από τη 16η Σεπτ. 1995.
Άρθρ.17.-1.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 869 Κωδ. Πολ. Δικονομ. τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
2.(Καταργούνται οι παρ. 3 έως 5 άρθρ. 871 και προσθέτεται άρθρ. 87, Κώδικα Πολ. Δικονομίας, τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
3.(Αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 άρθρ. 882 Κωδ. Πολ. Δικονομ. τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
4.(Αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 7 άρθρ. 882 Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
5.(Προσθέτεται άρθρ. 882Α, μετά το άρθρ. 882 Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
6.α.(Αντικαθίστανται τα τρία πρώτα εδάφια της παρ. 1 άρθρ. 6 Νόμ. 1816/1988, ΦΕΚ Α΄ 251, τόμ. 10, σελ. 154,217).
β.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο τέλος των τριών πρώτων εδαφίων της παρ. 1 άρθρ. 6 Νόμ. 1816/1988, ΦΕΚ Α΄ 251, τόμ. 10, σελ. 154,217).
Άρθρ.18.-1.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο άρθρ. 871Α, Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
2.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο άρθρ. 882Α, Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
3.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο άρθρ. 871Α, Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
4.(Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 άρθρ. 6 Νόμ. 1816/1988, ΦΕΚ Α΄ 251, τόμ. 10, σελ. 154,217).
5.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 4 Νόμ. 1816/1988, ΦΕΚ Α΄ 251, τόμ. 6, σελ. 224,401).
6.(Παρατίθεται ως σχόλιο στο άρθρ. 871Α, Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
Διατάξεις Πολιτικής Δικονομίας
Επιτροπές Κωδικοποιήσεων
Άρθρ.19.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 740 Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
2.(Αντικαθίστανται λέξεις στα άρθρ. 938 παρ. 3, 959 παρ. 3 και 1000 εδάφ. α΄ Κωδ. Πολ. Δικονομ., τόμ. 10, σελ. 7 και 154,09).
3.(Αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 άρθρ. 19 Νόμ. 2298/1995, ΦΕΚ Α΄ 62, τόμ. 10, σελ. 154,221).
4.Σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας για τη σύνταξη κωδίκων ή κωδικοποίηση διατάξεων ή για την εκτέλεση άλλης νομοπαρασκευαστικής εργασίας, στις οποίες μετέχουν δικαστικοί λειτουργοί και καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η προεδρία ανατίθεται σε δικαστικό λειτουργό, εφόσον έχει βαθμό τουλάχιστον αρεοπαγίτη ή εξομοιούμενο προς αυτόν, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 55 του Νόμ. 1756/1988.



(Αντί για τη σελ. 84,265(α) Σελ. 84,265(β)
Τεύχος 1365 Σελ. 91

Διατάξεις Ποινικού Κώδικα και
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Άρθρ.20.-1.(Προσθέτεται εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 άρθρ. 349 Κώδικα Ποιν. Δικονομ., τόμ. 9, σελ. 23 και 136,11).
2.(Αντικαθίσταται η παρ. 2 άρθρ. 122 Νόμ. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73, τόμ. 30, σελ. 139).
3.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 74 Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 1 και 27).
4.(Αντικαθίσταται η παρ. 3 άρθρ. 99 Ποιν. Κώδικα ανωτ. αριθ. 1 και 27).
5.α.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 286 Ποιν. Κώδικα ανωτ. αριθ. 1 και 27).
β.(Προσθέτονται λέξεις στο τέλος των άρθρ. 17 και 112, Ποιν. Κώδικα, ανωτ. αριθ. 1 και 27).
Άρθρ.21.-1.α.Σε περίπτωση εγκλήματος του άρθρ. 5 του Νόμ. 1729/1987, (τόμ. 34Β, σελ. 844,01), όπως ισχύει, ως και σε περίπτωση εγκλήματος που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, εφόσον τα εγκλήματα αυτά έχουν τελεσθεί από πρόσωπο που απέκτησε την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εκτιμώντας τις ειδικές κατά περίσταση περιστάσεις και με την επιφύλαξη της τελευταίας περιόδου αυτού του εδαφίου, δύναται με αιτιολογημένη διάταξή του και με έγκριση του εισαγγελέα εφετών να αναβάλει για ορισμένο χρόνο, που μπορεί να παρατείνεται, την άσκηση ποινικής δίωξης, αν λαμβάνει γνώση από έκθεση ή και εκθέσεις του διευθυντή εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης, ότι ο δράστης έχει προσέλθει οικειοθελώς και υποβάλλεται ανελλιπώς και συστηματικά στην από τις κείμενες διατάξεις επιβαλλόμενη θεραπεία. Αν ο δράστης ολοκληρώσει με επιτυχία το θεραπευτικό πρόγραμμα σύμφωνα με έγγραφη βεβαίωση και έκθεση του διευθυντή του προγράμματος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με αιτιολογημένη διάταξή του και με έγκριση του εισαγγελέα εφετών, μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη. Τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραπάνω εκθέσεις του διευθυντή θεραπευτικού προγράμματος είναι απόρρητα και απαγορεύεται η ανακοίνωσή τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ίδιο το χρήστη ναρκωτικών που υποβλήθηκε σε θεραπεία, επί ανηλίκου δε στον έχοντα την επιμέλεια. "Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299, 306, 309, 310, 311, 312, 322, 323, 324, 336, 374 εδ. α΄ και β΄ και 380 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 2 του νόμου αυτού, όπου δε στην παράγραφο αυτή αναφέρονται εγκλήματα του πρώτου εδαφίου, νοείται πάντα ως ισχύουσα και η


Σελ. 84,266(β)
Τεύχος 1365 Σελ. 92

ανωτέρω εξαίρεση από την εφαρμογή του."Το ευεργέτημα του παρόντος εδαφίου παρέχεται μία μόνο φορά.
Το μέσα σε «» τέταρτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.6 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
β.Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής χορηγείται αναβολή στράτευσης, που διακόπτεται ύστερα από γραπτή βεβαίωση του διευθυντή του θεραπευτικού προγράμματος ότι ολοκληρώθηκε ή διακόπηκε η θεραπευτική αγωγή. Οι διατάξεις της προηγούμενης περιόδου εφαρμόζονται και επί των ήδη ανυποτάκτων. "Η υποβολή σε θεραπευτική αγωγή εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος συντήρησης και απεξάρτησης αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αυτής αγωγής αναστέλλεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα, η παραγραφή οποιουδήποτε εγκλήματος του θεραπευομένου." Ως χρόνος θεραπευτικού προγράμματος μπορεί να θεωρηθεί συνολικά ή κατά ένα μέρος και ο εγκεκριμένος από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος κοινωνικής επανένταξης. Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής στο εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης δεν επιτρέπεται η σύλληψη και παραπομπή σε δίκη για λιποταξία και τα συναφή προς αυτήν εγκλήματα, ως και για τα λοιπά εγκλήματα κατά της στρατιωτικής υποχρεώσεως των άρθρ. 32-45 του Σ.Π.Κ. (Νόμ. 2287/1995, ΦΕΚ 20Α΄).
Τα μέσα σε «» τρίτο και τέταρτο εδάφια αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ.2 άρθρ.6 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
γ.Η βεβαίωση αποθεραπείας, που εκδίδεται από τα εγκεκριμένα κατά νόμο θεραπευτικά προγράμματα ψυχικής απεξάρτησης, αποτελεί πλήρη απόδειξη για κάθε νόμιμη χρήση. Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε, εκτός από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής, να εισέλθει στους χώρους των παραπάνω θεραπευτικών προγραμμάτων ψυχικής απεξάρτησης, χωρίς γραπτή άδεια του διευθυντή του.
δ.Ο χρόνος παραμονής στο εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης θεωρείται ως χρόνος έκτισης ποινής. Ύστερα από τη συμπλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος με επιτυχία, το Δικαστικό Συμβούλιο του τόπου εκτέλεσης της ποινής μπορεί να διατάξει την απόλυση υπό όρους ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής που έχει εκτιθεί, εφόσον πρόκειται για εγκλήματα του εδαφ. α΄. Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, μετά από πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα, μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και παραπομπή σε δίκη ατόμου που υποβάλλεται σε θεραπευτική αγωγή στα παραπάνω προγράμματα, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει κακούργημα του άρθρ. 5 του Νόμ. 1729/1987, όπως ισχύει, με διεθνείς διασυνδέσεις, ή κακούργημα που αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ή οποιοδήποτε έγκλημα μη περιλαμβανόμενο στο εδάφ. α΄. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της δεύτερης περιόδου του εδαφ. β΄ και της πρώτης περιόδου αυτού του εδαφίου. Μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος που πιστοποιείται εγγράφως από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος, μπορεί ο ενδιαφερόμενος ή ο αρμόδιος εισαγγελέας να ζητήσει από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να μην εγγράφονται σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου αποφάσεις ή βουλεύματα για εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ή κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφ. α΄, ΄ «του παρόντος άρθρου και στο εδάφ. α΄ της παρ. 1 του άρθρ. 12 του Νόμ. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 14 του Νόμ. 2161/1993», εκτός από εκείνα που προορίζονται αποκλειστικώς για χρήση του δικαστηρίου. Το ευεργέτημα της προηγούμενης περιόδου επεκτείνεται και σ’ αυτούς που ολοκλήρωσαν το θεραπευτικό πρόγραμμα πριν από την ψήφιση των διατάξεων αυτών.
Η μέσα σε «» φράση στην πέμπτη περίοδο του εδαφ. δ΄ προστέθηκε από την παρ. 5 άρθρ. 9 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), τόμ. 34Β σελ. 844,40.
"Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, αναστέλλει την εκτέλεση ποινής προσώπου που παρακολουθεί εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα συντήρησης και απεξάρτησης, εφόσον οι ποινές αυτές αφορούν πράξεις που περιλαμβάνονται στην περίπτωση α΄ και φέρεται ότι τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του διωκομένου στο παραπάνω πρόγραμμα, εφόσον βεβαιώνεται από τον υπεύθυνο του θεραπευτικού αυτού προγράμματος η συνεπής παρακολούθησή του εκ μέρους του διωκομένου."
Το μέσα σε «» έβδομο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.3 άρθρ.6 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Το ευεργέτημα της μη εγγραφής σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου αποφάσεων ή βουλευμάτων για εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ή κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά καθορίζονται στην περίπτ. α΄, παρέχεται κατά τη διαδικασία της περιπτ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 21 του Νόμ.
2331/1995 στα πρόσωπα για τα οποία ολοκλήρωσαν με επιτυχία το πρόγραμμα υποκατάστασης (Π.Υ.,) και έχουν απεξαρτηθεί σωματικά και ψυχικά».
Τα νέα μέσα σε «» εδάφια προστέθηκαν από την παρ. 3 άρθρ. 9 Νόμ. 2721/3-3 Ιουν. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), τόμ. 34Β σελ. 844,40.
ε.Ανεξαρτήτως των όρων των διατάξεων του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, αν κάποιος ολοκλήρωσε με επιτυχία το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης και καταδικαστεί για εγκλήματα από αυτά που προσδιορίζονται στο εδάφ. α΄, που έχουν σχέση με το πάθος της τοξικομανίας και τα οποία τελέστηκαν πριν την εισαγωγή του στο θεραπευτι-
κό πρόγραμμα, η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται υποχρεωτικά για ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 3 και ανώτερο από έξι (6) χρόνια υπό τους οριζόμενους από το δικαστήριο όρους που πρέπει να σχετίζονται με τη διαπίστωση της διατήρησης της απεξάρτησης. Μοναδική απόδειξη της αποθεραπείας είναι η βεβαίωση που εκδίδεται από το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης. Όσοι έχουν καταδικαστεί και εκτίουν την ποινή τους μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση σχετική αίτηση. Η παραπάνω αναστολή ανακαλείται μόνο αν δεν τηρηθούν οι όροι που ορίζει η απόφαση.
στ. Ο αρμόδιος εισαγγελέας δύναται να αναστέλλει με διάταξή του την ισχύ εντάλματος σύλληψης προσώπου, που παρακολουθεί εγκεκριμένο πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης, εφόσον το ένταλμα αυτό αφορά πράξη που περιλαμβάνεται στο εδάφ. α΄ αυτής της παραγράφου και φέρεται ότι τελέστηκε πριν από την εισαγωγή του διωκομένου στο παραπάνω πρόγραμμα. Εάν έχει διατηρηθεί η ισχύς του με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών ή με βούλευμα, για την αναστολή απαιτείται απόφαση του Συμβουλίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κατηγορία.
ζ.Όποιος έχει βεβαίωση ολοκλήρωσης με επιτυχία εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης, θεωρείται ότι κατά την εισαγωγή του για θεραπεία είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.




(Αντί για τη σελ.84,2661) Σελ. 84,2661(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 93
η.Εάν σε κατάστημα φυλακών εφαρμόζεται εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, κρατούμενος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, ο οποίος το παρακολουθεί πλήρως δεν μετάγεται σε άλλο κατάστημα για όσο χρόνο διαρκεί η συστηματική παρακολούθηση, εκτός αν παραγγελθεί η μεταγωγή του για λόγους τάξης ή δικαστικούς, οπότε επαναμετάγεται μετά την έκλειψη αυτής της αιτίας. Σε περίπτωση μεταγωγής για «λόγους τάξης» (άρθρ. 77 παρ. 2 και 79 του Νόμ. 1851/1989) προτιμάται κατάστημα όπου αναπτύσσεται εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, εκτός αν επιβάλλεται η μεταγωγή για σοβαρούς λόγους σε άλλο. Όποιος κρατούμενος χρήστης ναρκωτικών ουσιών επιθυμεί να παρακολουθήσει εκτελούμενο πρόγραμμα, πρέπει να διευκολύνεται ή να μετάγεται σε φυλακή όπου λειτουργεί τέτοιο πρόγραμμα, εφόσον οι εκάστοτε διαθέσιμοι χώροι το επιτρέπουν και παραμένει αν το παρακολουθεί συστηματικά.
θ.Όποιος έχει καταδικαστεί για τις πράξεις του εδαφ. α΄ σε στερητική της ελευθερίας ποινή και την εκτίει στην φυλακή, αν παρακολούθησε με επιτυχία εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα στο κατάστημα κράτησης και υπάρχει βεβαίωση από αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να γίνει αποδεκτός σε αυτό, μπορεί να απολυθεί με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου εκτίσεως της ποινής με τον όρο παρακολούθησης του οικείου προγράμματος και προ της συμπλήρωσής του κατά τα άρθρ. 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα χρόνου "εφόσον έχει εκτίσει τουλάχιστον το 1/5 της ποινής.""Οι υπεύθυνοι του προγράμματος έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν την πρώτη ημέρα κάθε δεύτερου μήνα τη δικαστική αρχή και να συμπληρώνουν ειδικό δελτίο, στο οποίο αναφέρεται ρητά η συνεχής παρακολούθηση, η συναφής πρόοδος, η σταθεροποίηση και η επιτυχής ολοκλήρωσή του, καθώς και η αδικαιολόγητη διακοπή του.". Σε περίπτωση διακοπής γίνεται ανάκληση της υπ’ όρον απόλυσης.
Οι μέσα σε «» λέξεις προστέθηκαν με την παρ.4 άρθρ.6 Νόμ.3189/2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.
Το μέσα σε «» δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.5 άρθρ.6 Νόμ.3189/17-21 Οκτ.2003 (ΦΕΚ Α΄243), κατωτ.αριθ.45.

Σελ. 84,2662(α)
Τεύχος 1365 Σελ. 94


ι.Επιτυχής ολοκλήρωση του εγκεκριμένου σύμφωνα με το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης μπορεί να αναγνωρισθεί ως ελαφρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση, της ποινής.
ια.Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, καταργούνται οι διατάξεις των άρθρ. 26 του Νόμ. 1729/1987, (τόμ. 34Β, σελ. 844,01), 23 του Νόμ. 2161/1993 (τόμ. 34Β, σελ. 844,26) και 11 του Νόμ. 2298/1995, (τόμ. 10, σελ. 54,221), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτής της παραγράφου.




2.α.Κρατούμενοι, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εκτίουν ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, απολύονται από τις φυλακές υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρ. 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον δεν κατέστησαν φυγόπονοι μετά την καταδίκη τους και μετά την πραγματική έκτιση του ενός τετάρτου της ποινής.
β.Η διάταξη του εδάφ. α΄ εφαρμόζεται και όταν: 1) ο κρατούμενος απέκτησε τις προϋποθέσεις του εδάφ. α΄ ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και 2) με δικαστική απόφαση καθορίστηκε συνολική ποινή που δεν υπερβαίνει το έτος, εφόσον και στις δύο ως άνω περιπτώσεις ο κρατούμενος εξέτιε την ποινή κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
γ.Η απόλυση διατάσσεται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
δ.Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή αυτής της παραγράφου λύεται από το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
ε.Κατά τα λοιπά ως προς την απόλυση που διατάσσεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδάφ. β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρ. 4 του Νόμ. 2207/1994.
στ.Αλλοδαποί κρατούμενοι, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εκτίουν ποινή φυλάκισης και έχει διαταχθεί με την καταδικαστική απόφαση η απέλασή τους, απολύονται από τις φυλακές, μετά την πραγματική έκτιση του ενός τετάρτου της ποινής τους και ύστερα από βεβαίωση της αστυνομικής αρχής ότι είναι αμέσως εφικτή η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την απέλασή τους από τη χώρα. Και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων γ΄- ε΄.
3.α.(Αντικαθίσταται η παρ. 4 άρθρ. 52 Νόμ. 1851/1989, ΦΕΚ Α΄ 122, τόμ. 6Β, σελ. 650,01).
β.(Προσθέτεται άρθρ. 55α στο Νόμ. 1851/1989, ΦΕΚ Α΄ 122, τόμ. 6Β, σελ. 650,01).
γ.(Καταργείται το άρθρ. 558 Κωδ. Ποινικής Δικονομίας, τόμ. 9, σελ. 23 και 136.11).
Άρθρ.22.-(Παρατίθεται στον τόμο 6, σελ. 146, 22).
Άρθρ.23.-(Παρατίθεται στον τόμ. 6, σελ. 294, 729).
Άρθρ.24.-1.Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απαλλάσσονται της καταβολής της υπέρ του Δημοσίου εφάπαξ εισφοράς, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρ. 2 του Ν.Δ. 49/1968 (ΦΕΚ 294 Α΄), (τόμ. 21Β, σελ. 242,17 και σελ. 242,833), όπως ισχύει, για τα τιθέμενα σε κυκλοφορία ασθενοφόρα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης.
2.Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 20 Ιουν. 1995.
Άρθρ.25.-Η ισχύς του νόμου αρχίζει ως ορίζεται από το άρθρ. 103 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: